Ὁ Ὅσιος
Ἀντώνιος τοῦ Κιέβου, γεννήθηκε ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς στήν πόλη Λιοῦμπετς τῆς
Ρωσσίας, τῆς ἐπαρχίας Τσέρνικωφ, τό 983 μ.Χ. Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν
Ἀντίπας. Ἀπό νεαρά ἡλικία αἰσθάνθηκε μέσα του τόν πόθο γιά τήν μοναστική κλίση
καί τόν ἡσυχαστικό βίο. Γιά τό λόγο αὐτό ταξιδεύει στήν Κωνσταντινούπολη, στόν
Ἅγιον Ὄρος, ὅπου θαυμάζει τήν ζωή Ἁγίων Ἀσκητῶν καί Γερόντων. Ἐγκαταστάθηκε,
λοιπόν, στήν Μονή Εσφιγμένου καί ἐκεῖ συνδέθηκε μέ τόν ἡγούμενο Θεόκτιστο,
ἐκκλησιαστικό ἄνδρα μέ μεγάλη ἀρετή καί ὁσιότητα. Ἐκεῖ κείρεται μοναχός καί
λαμβάνει τό ὄνομα Ἀντώνιος, γιά νά ἐνθυμεῖται καί νά μιμεῖται τόν μεγάλο
Καθηγητή τῆς ἐρήμου, τόν Μέγα Αντώνιο. Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος παρέμεινε γιά ἕνα
χρονικό διάστημα στή Μονή Εσφιγμένου, ὅπου προόδευε στήν ἀρετή καί στήν
ἁγιότητα.
Κάποια
ἡμέρα, ὁ ἡγούμενος Θεοδόσιος κάλεσε τόν Ὅσιο καί τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά ἐπιστρέψει
στήν πατρίδα του. Ὁ Ὅσιος θεώρησε τήν ἐντολή τοῦ ἡγουμένου ὡς ἔκφραση τοῦ
θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἀναχωρεῖ, λοιπόν, ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔρχεται στό Κίεβο,
τό 1013 μ.Χ. Ἐκεῖ, στίς πλαγιές ἑνός λόφου, κοντά στόν Δνείπερο ποταμό, βρῆκε
ἕνα σπήλαιο ὅπου ἐγκαταστάθηκε καί ἄρχισε τήν ἀσκητική ζωή.
Μετά τόν
θάνατο τοῦ εὐσεβοῦς ἡγεμόνος Ἁγίου Βλαδιμήρου, τήν ἡγεμονία τοῦ Κιέβου ἀνέλαβε
ὁ υἱός του Σβιατοπόλκ (1015 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν ἀσεβής καί αἱμοβόρος καί
κήρυξε διωγμό κατά τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος ἀναγκάσθηκε γι’ αὐτό νά ἐπιστρέψει
στόν Ἅγιον Ὄρος, γιά νά συναντήσει καί πάλι τόν ἡγούμενο Θεόκτιστο. Δέν ἔμεινε
ὅμως μέσα στό μοναστήρι, ἀλλά μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου σέ ἕνα ἐρημικό τόπο,
σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό αὐτό.
Ὅμως ἡ
κατάσταση στό Κίεβο ἄλλαξε. Στόν θρόνο τώρα ἦταν τώρα ὁ εὐσεβής ἡγεμόνας
Γιαροσλάβος (1019 μ.Χ.). Ἡ εἰρήνη στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἐπανῆλθε καί ὁ
διωγμός σταμάτησε. Ἔτσι ὁ Ὅσιος φθάνει στό Κίεβο καί καταφεύγει σέ ἕνα σπήλαιο
πού εἶχε σκάψει ὁ εὐσεβής μοναχός Ἱλαρίων, ὁ ὁποῖος τό εἶχε ἐγκαταλείψει, διότι
ἐξελέγη Μητροπολίτης Κιέβου. Στόν τόπο αὐτό ὁ Ὅσιος ἔζησε μέ αὐστηρή ἄσκηση.
Ὅμως, ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Ἀσκητοῦ γρήγορα διαδόθηκε. Ἔρχονταν πολλοί γιά νά τόν
δοῦν, νά λάβουν τήν εὐλογία του, νά ἀκουμπήσουν στίς προσευχές του.
Οἱ
δυσκολίες στόν βίο του δέν ἔλειψαν. Πολλές φορές δοκιμάσθηκε, συκοφαντήθηκε,
διώχθηκε. Ὅμως ὁ Θεός δέν τόν ἐγκατέλειψε. Τόν ἀξίωσε νά ἀποκτήσει μεγάλη
ἀδελφότητα καί νά κτίσει τό νέο Καθολικό τῆς Μονῆς. Αἰσθανόμενος ὁ Ὅσιος ὅτι
ἐγγίζει τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, κάλεσε τούς μοναχούς, τούς εὐλόγησε καί
τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες πνευματικές παρακαταθῆκες. Κοιμήθηκε ὁσίως, τό ἔτος 1073
μ.Χ.
|