Ὁ Ἅγιος
Εὐσέβιος διετέλεσε Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀπό τό 140 μ.Χ. μέχρι τό 155 μ.Χ. κατά τήν
διάρκεια τῶν αὐτοκρατόρων Ἀντωνίνου Πίου καί Μάρκου Αὐρηλίου καί ἦταν 9ος
διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στόν ἀποστολικό θρόνο τῆς Ρώμης. Ἡ πληροφορία
αὐτή ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τόν Ἅγιο Είρηναῖο, Ἐπίσκοπο Λουγδούνων.
Ὁ Ἅγιος
Ἱερομάρτυς Εὐσέβιος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, γεννήθηκε στή νότιο Ἰταλία κατά τό
δεύτερο ἥμισυ τοῦ 1ου αἰῶνος μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ρουφῖνος
καί καταγόταν ἀπό τήν Ἀκυληΐα, μία ἀρχαία ρωμαϊκή πόλη στήν κεφαλή τῆς
Ἀδριατικῆς θάλασσας. Σύμφωνα μέ τόν Μουρατοριανό Κώδικα καί τήν Βίβλο τῶν
Ἐπισκόπων Ρώμης τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., ὁ ἀδελφός τοῦ Ἱερομάρτυρος
Εὐσεβίου ἦταν ὁ Ἑρμᾶς, γνωστός συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Ὁ Ποιμήν».
Σύμφωνα
μέ τίς ἱστορικές μαρτυρίες ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος ἀνέλαβε τήν πνευματική διακυβέρνηση
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης σέ δύσκολες ἐποχές.
Κατά τήν
ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138 – 161 μ.Χ.) οἱ Χριστιανοί ἐκδιώχθησαν καί
ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν φωνασκιῶν τοῦ μαινόμενου
ὄχλου. Οἱ Χριστιανοί ἐρκετές φορές δέν καταζητοῦνταν, ὅταν ὅμως καταγγέλονταν
καταδικάζονταν σέ θάνατο. Σέ μία ἐποχή πού οἱ Ρωμαῖοι μέ βία πολεμοῦν τήν
Ἐκκλησία καί οἱ φιλόσοφοί τους ἐπιτίθενται μέ πάθος κατά τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ὁ
πολύς εἰδωλολατρικός ὄχλος μέ τήν παχυλή ἀμάθεια καί τήν φαντασία του διαδίδει
ψευδή καί ἀσύστολες κατηγορίες ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς
Εὐσέβιος καί οἱ Χριστιανοί τῆς Ρώμης τό μόνο πού διαθέτουν εἶναι ἡ ζῶσα πίστη,
ἡ θαυμαστή ὑπομονή καί τό ἀνυπέρβλητο θάρρος, ὅπως διαφαίνονται στά Μαρτύρια
καί διατυπώνονται στά διασωθέντα κείμενα τῶν Ἀπολογιῶν. Μέσα ἀπό τίς
δοκιμασίες, τήν μαρτυρία καί τό μαρτύριο μπορεῖ κανείς ἄριστα νά διαπιστώσει
τήν αὔξουσα δύναμη καί τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ καί, ἀντιθέτως, τήν
προϊοῦσα παρακμή τῶν ἐθνικῶν.
Δέν ἦταν
ὅμως τό πνεῦμα τῶν διωγμῶν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἀλλά καί ὁ πόλεμος τῶν
Γνωστικῶν καί τῶν αἱρετικῶν πού ἀρνοῦνταν τήν ἀλήθεια καί ἀποδεικνύονταν
ἀλλότριοι τῆς ἀλήθειας. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ἀναφέρει ὅτι ὁ γνωστικιστῆς
Οὐαλεντῖνος ἦταν στή Ρώμη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Ὑγίνου (136 – 140
μ.Χ.), προκατόχου τοῦ Ἁγίου Εὐσεβίου, καί παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι καί τήν ἐκλογή
τοῦ Ἀνικήτου (155 – 156 μ.Χ.) στήν θέση τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, μετά τόν θάνατο
τοῦ Ἁγίου Εὐσεβίου. Κατά τήν περίοδο τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Ἁγίου Εὐσεβίου ὁ
Οὐαλεντῖνος, πού ἦταν καί ὑποψήφιος Ἐπίσκοπος Ρώμης ἔναντι τοῦ Εὐσεβίου, ὡς
ἀναφέρει ὁ ἱστορικός Τερτυλλιανός, ἀποκορύφωσε τήν δράση του μέ τήν βοήθεια τοῦ
αἱρετικοῦ Κέδρωνος, προκατόχου τοῦ γνωστικιστοῦ Μαρκίωνος, ὁ ὁποῖος τόν
ἐπηρέασε πολύ στήν διαμόρφωση τῶν θεολογικῶν του δοξασιῶν.
Ὁ Μαρκίων
ἦταν διδάσκαλος του 2ου μ.Χ. αἰῶνος καί ἱδρυτής τῆς φερώνυμης
αἱρέσεως (Μαρκιωνιτισμός), ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε παρακλάδι τοῦ Γνωστικισμοῦ.
Καταγόταν ἀπό τήν Σινώπη τοῦ Πόντου καί ἀπέκτησε ἀξιόλογη μόρφωση. Ἀσπάσθηκε
τήν διδασκαλία γνωστικῶν κύκλων, διατύπωσε κακόδοξες χριστιανικές ἀντιλήψεις
καί γι’ αὐτό, κατά μαρτυρία τοῦ Ἱππολύτου, ἐκδιώχθηκε ἀπό τήν Ἐπισκοπή τῆς
γενέτειράς του μέ ἀπόφαση τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἐπίσκοπος Σινώπης. Γιά
τόν ἴδιο λόγο ἀπομακρύνθηκε καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Σμύρνης μέ ἀπόφαση τοῦ
Ἁγίου Πολυκάρπου, Ἐπισκόπου Σμύρνης. Τελικά, ὁ Μαρκίων μετέβη καί ἐγκαταστάθηκε
στήν Ρώμη περί τό 140 μ.Χ., ὅπου ἔγινε δεκτός ἀπό τήν ἐκεῖ Ἐκκλησία, στήν ὁποία
χορήγησε χάρη τῶν φιλανθρωπικῶν της ἔργων τό τεράστιο ποσό τῶν 200.000
σηστερτίων. Ὅπως ὁ Οὐαλεντῖνος, ἔτσι καί ὁ Μαρκίων, διεκδίκησε τό ἀξίωμα τοῦ
Ἐπισκόπου Ρώμης, ἀλλά ἀπέτυχε.
Ὁ Ἅγιος
Εὐσέβιος ἐδινε καθημερινά μάχες ὑπέρ τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως ὡς ἀδελφός καί
κοινωνός τῶν ὁμολογητῶν. Εἶναι προσηλωμένος στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας πού
διαμορφώθηκε μέ αὐστηρή προσήλωση στίς ἀρχές τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως τόσο
γιά τήν αὐθεντική βίωση τοῦ περιεχομένου τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὅσο καί γιά
τήν συνέχιση τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος στά ἔθνη. Ἐλέγχει καί ἀνατρέπει τήν
ψευδώνυμη γνώση, ἀποκαλύπτοντας τόν μέγα κίνδυνο, τόν κρυπτόμενο ὑπό τήν «προβάτειον δοράν» τῶν λύκων τῆς
αἱρέσεως. Ὁ Ἅγιος, ὁμιλῶν περί τοῦ αἱρεσιάρχου Μαρκίωνος, ὡς «πρωτοτόκου τοῦ Σατανᾶ», μνημονεύει τῶν
Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν στούς πιστούς καί αὐτήτήν κοινωνία
τοῦ λόγου μετά τῶν αἱρετικῶν: «Τοσαύτην
οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ μαθηταί αὐτῶν ἔσχον εὐλάβειαν, πρός τό μηδέ μέχρι λόγου
κοινωνεῖν τινι τῶν παραχαρασσόντων τήν
ἀλήθειαν, ὡς καί ὁ Παῦλος ἔφησεν». Ὁ ἀντιρρητικός χαρακτήρας τοῦ κηρύγματός
του ἀντικρούει τίς ἑτεροδοξίες τῶν γνωστικῶν συστημάτων καί θεμελιώνει τήν
αὐθεντικότητα καί τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως. Ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος
προβάλλει τήν Ἀποστολική Ὀρθοδοξία, τήν ἀνακεφαλαίωση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ
τοῦ ὅλου σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου μέχρι τά
ἔσχατα μέ χαρακτηριστική ἔμφαση στήν σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἤ στό ἐπίγειο
ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἤ καί στόν λυτρωτικό χαρακτήρα τοῦ θείου Πάθους καί τῆς
Ἀναστάσεως.
Οἱ
Γνωστικοί ἄνοιγαν σχολές, συγκροτοῦσαν καινούργια ἐκκλησία μέ πλήρη ἱεραρχία
καί μυστήρια, μέ τίς ρίζες τοῦ Γνωστικισμοῦ βαθειά κάτω ἀπό τό ἐκκλησιαστικό
περίβλημα. Αὐτοαποκαλοῦνται Χριστιανοί, εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀσεβεῖς, ἄδικοι καί
ἄνομοι, καί δέν τυγχάνουν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Πιστός στήν διδασκαλία
τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος δίδει τήν καλή ὁμολογία καί ἀγωνίζεται
ἐναντίων πάσης ἀλλοιώσεως τῆς πίστεως πού δέν γνωρίζει ἀλλοίωση οὔτε προσθήκη.
Ἐκήρυττε τό Εὐαγγέλιο «ἐλευθέρᾳ τῇ φωνῇ,
εὐθαρσῶς καί ἀνδρείως, οὐδέν ὑποπτήξας τῶν ὁρωμένων, οὐδέ καταπλαγείς τά
ἀπειλούμενα». Ἀναδεικνύεται ἀληθής Ἱεράρχης, στηριγμός Ὀρθοδόξων, ὀφθαλμός
τῆς Ἐκκλησίας, ὑπέρμαχος ἀληθείας, μέγας κατήγορος τοῦ ψεύδους, ποριστής
εὐσεβείας, μειωτής ἀσεβείας, καταθέτης της οἰκουμενικῆς ὁμολογίας περί τῆς
ὀρθοδόξου πίστεως διά τοῦ λόγου καί τοῦ βίου. Ἑτοίμαζε τά ὅπλα τῆς στρατείας
πρός καθαίρεσιν τῶν ὀχυρωμάτων τῆς ἀπιστίας, ἀντιμετώπιζε τήν ἐπηρμένη ὀφρύ τῶν
ἐπαιρωμένων κατά τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, αἰχμαλώτιζε διά τῆς ὁμολογίας του «πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ».
Ἔτσι
ἔρχεται σέ σφοδρή ἀντιπαράθεση μέ τούς Γνωστικούς. Συγκαλεῖ τούς Πρεσβυτέρους
τῆς Ρώμης πρός ἀντιμετώπισιν τοῦ θέματος τῶν αἱρετικῶν Γνωστικῶν. Μετά ἀπό
συζήτηση καί τήν παρουσίαση τῶν αἱρετικῶν θέσεων τοῦ Μαρκίωνος ἀπό τόν ἴδιο, ὁ
Ἅγιος Εὐσέβιος ἀποκρούει τόν αἱρεσιάρχη, πού ἀπειλοῦσε μέ σχίσμα αἰώνιο, τόν
ἀφορίζει καί τόν ἐκδιώκει, ἐνῶ χαρακτηρίζει τόν Οὐαλεντῖνο καί τόν Κέρδωνα ὡς
αἱρετικούς καί τούς ἀποκόπτει μέ βάση θεμελιώδη κριτήρια πίστεως ἀπό τό
ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ὁ Μαρκίων ἀναγκάζεται νά ἀπομακρυνθεῖ καί ἀποσύρει ἐκ νέου
τό ποσόν πού εἶχε δωρίσει στήν Ἐκκλησία. Τό Ὀρθόδοξο κέντρο τῆς τοπικῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης παραμένει ἀνέπαφο καί ἀκέραιο ἀπό τούς αἱρετικούς. Ὅλο αὐτό
τό κλῖμα ἀποτυπώνει καί ὁ ἱστορικός Ευσέβιος στό βιβλίο του Ἐκκλησιαστική Ἱστορία.
Μετά τοῦ
Ἁγίου Εὐσεβίου συνάγουμε ὅτι συνδεόταν καί ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ φιλόσοφος καί
Μάρτυς, μέγας Ἀπολογητής τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος διέμενε στή Ρώμη γιά
μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Εὐσεβίου, ὅπου ἄνοιξε σχολή
στήν ὁποία χρησιμοποίησε ὡς ἐξαίρετα ἐφόδια τή λιπαρά παιδεία καί τόν θερμό
ζῆλο μέ ἐπιδίωξη τήν ὑποκατάσταση τῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων διά τῆς
χριστιανικῆς διδασκαλίας. ἄλλωστε στό σύγγραμμά του ὑπό τόν τίτλο Διάλογος πρός Τρύφωνα Ἰουδαῖον ὁ Ἅγιος
Ἰουστῖνος ἀναφέρεται στά προβλήματα πού δημιουργοῦν οἱ Γνωστικιστές καί
λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν του τήν συνολική ἀπόρριψη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑπό τοῦ
Μαρκίωνος. Στά ἀπολεσθέντα δέ συγγράματά του ἀναφέρεται καί ἔργο Κατά Μαρκίωνος, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος
Εἰρηναῖος καί ὁ Εὐσέβιος, διότι τόν θεωροῦσε ὡς τόν πλέον ἐπικίνδυνο
αἱρεσιάρχη.
Κέντρο
τοῦ ὅλου λατρευτικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων ὑπῆρξε τό Πασχάλιο
μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί ἡ προσωπική βίωσή του ἀπό τούς πιστούς κατά τήν
ἐμπειρία τῆς θείας λατρείας στόν ἡμερήσιο, τόν ἑβδομαδιαῖο καί τόν ἐτήσιο κύκλο
τοῦ ἐνιαυτοῦ τοῦ Κυρίου. Ἡ ἔριδα γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα κατά τόν 2ο
αἰῶνα μ.Χ. προέκυψε ἀπό τίς διαφορετικές παραδόσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ὄχι
μόνο στό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἀλλά καί στόν τρόπο τῆς νηστείας τῶν πιστῶν πρό
τῆς ἑορτῆς. Ὁ χρόνος ἑορτασμοῦ καί ἡ νηστεία τοῦ Πάσχα καθορίζονται κατ’ ἀρχάς
ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα, τό ὁποῖο ἑορταζόταν τήν 14η τοῦ
μῆνα Νισάν. Κατά τήν ἡμέρα αὐτή ἑόρταζαν τό Πάσχα καί οἱ ἐξ Ἰουδαίων
Χριστιανοί. τήν παράδοση δέ αὐτή διαφύλαξαν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀφοῦ
τήν εἶχαν συνδέσει μέ τήν ἰωἀνεια παράδοση. Πράγματι, οἱ Χριστιανοί τῆς Μικρᾶς
Ἀσίας ἑόρταζαν κατά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα κυρίως τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Κυρίου,
κατά τήν 14η τοῦ μῆνα Νισάν ἤ τήν 14η τοῦ σεληνιακοῦ
μῆνα, ὁποιαδήποτε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας καί ἄν συνέπιπτε αὐτή, νήστευαν δέ, ὅπως
οἱ Ἰουδαῖοι, μέχρι τήν ἑσπέρα τῆς 14ης τοῦ μῆνα Νισάν, ὁπόταν
τελοῦσαν τό πασχάλιο δεῖπνο μαζί μέ τήν Θεία Εὐχαριστία. Οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες
τόσο τῆς Ἀνατολῆς, ὅσο καί τῆς Δύσεως, ἑόρταζαν ὄχι μόνο τόν σταυρικό θάνατο,
ἀλλά καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ κατά τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν 14η
τοῦ μῆνα Νισάν, νήστευαν δέ συνήθως τήν Παρασκευή καί τό Σάββατο: «Τῆς Ἀσίας ἁπάσης αἱ παροικίαι ὡς ἐκ
παραδόσεως ἀρχαιοτέρας σελήνης τήν τεσσαρεσκαιδεκάτην ᾤοντο δεῖν ἐπί τοῦ σωτηρίου
Πάσχα ἑορτῆς παραφυλάττειν, ἐν ᾗ θύειν τό πρόβατον Ἰουδαίοις προηγόρευτο, ὡς
δέον ἐκ παντός κατά ταύτην, ὁποίᾳ δἄν ἡμέρᾳ τῆς ἑβδομάδος περιτυγχάνοι, τάς τῶν
ἀσιτιῶν ἐπιλύσεις ποιεῖσθαι, εὐκ ἔθους ὄντος τοῦτον ἐπιτελεῖν τόν τρόπον ταῖς
ἀνά τήν λοιπήν ἅπασαν οἰκουμένην ἐκκλησίαις, ἐξ ἀποστολικῆς παραδόσεως τό καί
εἰς δεῦρο κρατῆσαν ἔθος φυλαττούσαις, ὡς μηδ’ ἑτέρᾳ προσήκειν παρά τήν τῆς
ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἡμέρᾳ τᾶς νηστείας ἐπιλύεσθαι».
Οἱ
προσπάθειες γιά νά ἐπιτευχθεῖ ὁμοιομορφία σέ ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες εἶχαν
ἀρχίσει ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., παρά δέ τίς διαφωνίες
ποτέ δέν εἶχε κανείς ἀποβληθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος, μέσα
στό πλαίσιο τῆς εἰρηνικῆς συζητήσεως τοῦ ζητήματος, ὅρισε μέ διάταγμα νά
ἑορτάζεται τό Πάσχα μόνο ἡμέρα Κυριακή καί διατηροῦσε τήν ἐκκλησιαστική
κοινωνία μέ τούς Μικρασιάτες τῆς Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος
Εὐσέβιος τονίζει ἰδιαιτέρως κατά τήν διδασκαλία του, πρός ἐνίσχυσιν τῶν
Χριστιανῶν, τήν συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν προσωπική ζωή κάθε μέλους τῆς
Ἐκκλησίας. Ἡ πνευματική ζωή παρουσιάζεται στήν διδαχή του ὡς συνεχής ἀνοδική
πορεία τοῦ πιστοῦ πρός τελείωσιν καί αὐτή ἐπιτυγχάνεται μέ την συνεργία Θεοῦ
καί ἀνθρώπου. Ὁ προσωπικός ἀγώνας τοῦ πιστοῦ μαζί μέ τήν χάρη τοῦ Παρακλήτου
ἀποτελοῦν τίς δύο ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν πνευματική τελειότητα.
Ὁ
Ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Εὐσέβιος ἐπέδειξε μέριμνα γιά τούς φτωχούς, χειροτόνησε
κληρικούς, ἀνήγειρε ναούς καί βαπτιστήρια, βάπτισε πολλούς εἰδωλολάτρες πού
πίστευαν στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό, ὀργάνωσε ἄριστα τήν τοπική Ἐκκλησία καί
συνέχισε τήν συγγραφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης. Ὅρισε,
ἐπίσης, ὅτι ἕνας αἱρετικός πού προέρχεται ἀπό τήν αἵρεση τῶν Ἰουδαίων πρέπει νά
γίνεται δεκτός στήν Ἐκκλησία καί νά βαπτίζεται, καί αὐτό τό ἔκανε θεσμό γιά τήν
Ἐκκλησία.
Μαρτύρησε
διά ξίφους καί ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καί τοῦ μαρτυρίου «ὥσπερ ὁλοκαύτωμα δεκτόν τῷ Θεῷ ἡτοιμασμένον».
Ἐνταφιάσθηκε δίπλα στό ἱερό λείψανο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου.
Ἕνα χρόνο
πρίν τό μαρτυρικό τέλος τοῦ Ἁγίου Εὐσεβίου, ὁ Ἱερομάρτυς Πολύκαρπος, Ἐπίσκοπος
Σμύρνης, ἐπισκέφθηκε τή Ρώμη ὅπου Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀνίκητος, διάδοχος τοῦ
Ἁγίου Πίου. Συνεπῶς προκύπτει ὅτι τὀ ἔτος τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου τοῦ Ἁγίου
Εὐσεβίου ἦταν περί τό 155 μ.Χ.
Σύμφωνα
μέ τίς ἱστορικές μαρτυρίες ἡ κάρα καί τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος
Εὐσεβίου εἶχαν ἀποθησαυρισθεῖ στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος στήν
περιοχή Falegnami τῆς Νεαπόλεως νωρίτερα ἀπό
τό ἔτος 1596, ὅταν ὁ ναός ἔγινε ἐνοριακός ἐπί Ἀριχεπισκόπου Νεαπόλεως Alfonso Gesualdo (1540 – 1603). Στίς 13
Αὐγούστου 1867, ἐπί βασιλείας Alfonso τοῦ οἴκου τῶν Βουρβόνων, δωρήθηκαν ἀπό τόν Ἑρρῖκο de Rossi (1856 – 1893), Ἐπίσκοπο Caserta τῆς Νεαπόλεως, στό
μοναστήρι τῆς Ἐπισκέψεως τῆς Παναγίας τῆς Ὑγείας στή Νεάπολη τῆς Ἰταλίας. Τό
ἐπίσημο ἔγγραφο προσφορᾶς καί γνησιότητας τῶν ἱερῶν λειψάνων ἀναφέρει:
Henricus
de Rossi (Ἑρρῖκος ντέ Ρόσσι)
Ex
Marchionibus Castripetrusii
(ἐκ τῶν Μαρκησίων
Castri Petrusii)
In
regia Neapolitana (στήν περιοχή τῆς Νεαπόλεως)
Sudiorum
Universitate (Ἐπιστήμων)
Sacrae Theologiae Magister (Μάγιστρος τῆς ἱερᾶς
Θεολογίας)
Dei at apostolicae sedis gratia (Ἐλέῳ Θεοῦ καί Ἀποστολικῆς
Ἕδρας)
Episcopus
Casertanus (Ἐπίσκοπος
Καζέρτης)
S[ancti]s[simi]
Pii P[a]p[ae] IX P[ontificis] M[aximi]
(Χειροτονηθεῖς ἀπό τόν Πάπα
Πῖο Θ’)
Prelatus
Domesticus ac Pontificio Solio Adsistens
(Ἐκκλησιαστικός τίτλος
τιμῆς)
Διαβεβαιώνω τούς πάντες καί
καθέναν ξεχωριστά πού θα ἀναγνώσει τό παρόν γράμμα μου καί καταθέτω τήν
μαρτυρία μου ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας ὅτι, πρός δόξαν τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ
καί πρός τιμήν τῶν Ἁγίων Του, ἀναγνώρισα τήν κάρα καί μερικά ὀστά τοῦ Ἁγίου
Εὐσεβίου τοῦ Μάρτυρος, τά ὁποῖα ἀποκτήθηκαν ἀπό αὐθεντικούς καί συγκεκριμένους
τόπους, [καί ὅτι] μέ πολύ σεβασμό τά τοποθέτησα σέ ἕξι θῆκες ἀπό κασσίτερο,
σχήματος ὠοειδοῦς (ὀβάλ), διακοσμημένες μέ πολύτιμους λίθους, τίς ὁποῖες
ἔκλεισα ἐπιμελῶς καί τίς ἔδεσα μέ κόκκινη ταινία μεταξωτή καί μέ τήν δική μου
σφραγίδα τίς ἐσφράγισα [χρησιμοποιώντας] κόκκινο ἱσπανικό κερί, καί τίς
παρέδωσα στίς σεβαστές μοναχές τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐπισκέψεως τῆς Παναγίας τῆς
Ὑγείας, στίς ὁποῖες [τά λείψανα] ἀνῆκαν, [παρέχοντας] τήν ἐξουσία νά τίς
κρατοῦν οἱ ἴδιες, νά τίς δίδουν σέ ἄλλους, καί σέ ὁποιαδήποτε Ἐκκλησία, χῶρο
προσευχῆς ἤ παρεκκλήσιο νά τίς ἐκθέτουν δημόσια γιά προσκύνημα τῶν πιστῶν
Χριστιανῶν.
Εἰς πίστωσιν τούτων κ.λπ. –
Τό παρόν ἐκδόθηκε στή Νεάπολη, στήν ἔδρα μου, στίς 13 Αὐγούστου 1867
† Ἑρρῖκος, Ἐπίσκοπος Καζέρτης
Βικέντιος Μαρία, ἱερέας
[ἀκολουθεῖ πιθανόν: ἐκ τῶν
γραμματέων]
|