Ἡ Ἁγία
Παρθενομάρτυς Μαρκιανή γεννήθηκε στό Τολέδο καί καταγόταν ἀπό οἰκογένεια
εὐγενῶν. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἀπέφευγε τά κοσμικά πράγματα καί ἀναζητοῦσε τόν βίο τῆς
ἡσυχίας καί τῆς ἀσκήσεως. Ἔτσι, ἐγκατέλειψε τήν πατρική της οἰκία καί ταξίδεψε
στήν Καισάρεια τῆς Μαυριτανίας (σημερινή Ἀλγερία), ὅπου βρῆκε ἕνα σπήλαιο στό
ὁποῖο κατέφυγε καί ἄρχισε τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή.
Ἡ
Καισάρεια καταλήφθηκε ἀπό τούς Ρωμαίους καί ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων ἐπιβλήθηκε
στήν πόλη. Αὐτό παρακίνησε τήν Ἁγία νά ἀφήσει τό ἀσκηταριό της καί νά πάει στήν
πόλη, γιά νά ἐλέγξει τούς εἰδωλολάτρες. Καθώς περπατοῦσε στήν πλατεῖα εἶδε τό
ἄγαλμα τῆς θεᾶς Δήμητρας. Ἐμέσως ἄρχισε νά ὁμιλεῖ γιά τήν πλάνη τῶν εἰδώλων καί
μέ μία κίνηση τοῦ χεριοῦ της ἔθραυσε τήν κεφαλή τοῦ ἀγάλματος. Τότε ὁ
ἐξαγριωμένος ὄχλος ἐπιτέθηκε ἐναντίων της καί τήν χτύπησε μέ ραβδιά. Στήν
συνέχεια τήν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ δικαστοῦ, γιά νά δικασθεῖ. Ἡ Ἁγία, μέ
πνευματική ἀνδρεία, ὁμολόγησε τήν πίστη της στόν Ἀληθινό Θεό καί ἀναγνώρισε ὅτι
ἡ πράξη της νά καταστρέψει τό ἄγαλμα τῆς θεότητος ἦταν ὁμολογία πίστεως καί
ἀπόρριψη τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων. Τότε ὁ δικαστής τήν παρέδωσε σέ μονομάχους,
γιά νά τήν διαπομπεύσουν καί μετά νά τήν σκοτώσουν. Ὡστόσο, κανένας ἀπό τούς
μονομάχους δέν μποροῦσε νά τήν ἀγγίξει, διότι ἕνας ἀδιόρατος φόβος τούς
παρέλυσε τά μέλη καί δέν μποροῦσαν νά κινηθοῦν. Τότε ἡ Μαρκιανή προσευχήθηκε
στόν Θεό γι’ αυτούς, καί ἕνας μάλιστα πίστεψε στόν Χριστό. Ὅταν τό γεγονός αὐτό
ἔγινε γνωστό στόν αὐτοκρατορικό δικαστή, ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολή νά τήν ρίψουν στό
στάδιο, γιά νά φαγωθεῖ ἀπό ἕνα ἄγριο λιοντάρι. Τό λιοντάρι προχώρησε πρός τό
μέρος τῆς Ἁγίας, τήν πλησίασε καί μόλις τήν ἄγγιξε ὑποχώρησε ἤρεμα.
Παρακολουθώντας πολλοί τήν θαυμαστή αὐτή σκηνή ἐξεπλάγησαν καί ἄρχισαν νά
φωνάζουν γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μάρτυρος. Ἀλλά κάποιοι φανατικοί ξεσήκωσαν τό
πλῆθος καί ζήτησαν νά δοθεῖ τέλος στήν ζωή τῆς Ἁγίας ἀπό ἕναν ἄγριο ταῦρο.
Πράγματι! Ὁ ταῦρος μαινόμενος ἐπιτέθηκε στήν Ἁγία καί τῆς τρύπησε μέ τά κέρατά του
τό στῆθος. Αἱμορραγώντας ἡ Ἁγία ἄρχισε τήν προσευχή: «Ὦ, Κύριέ μου καί Θεέ μου! Χριστέ μου σέ ἀγαπῶ καί σέ λατρεύω. Ἦσουν
μαζί μου στήν φυλακή καί μέ διεφύλαξες καθαρή καί ἁγνή. Τώρα μέ καλεῖς νά ἔλθω
κοντά Σου. Ἔρχομαι, Κύριε, μέ χαρά. Λάβε τήν ψυχή μου». Μετά τό τέλος τῆς
προσευχῆς μία ἄγρια τίγρη ἀπελευθερώθηκε ἀπό τό κλουβί της, ἐπιτέθηκε στήν Ἁγία
καί τήν κατασπάραξε.
Ἦταν τό
ἔτος 303 μ.Χ., ἐπί βασιλείας Διοκλητιανοῦ (284 –
305 μ.Χ.).
|