Ἡ ἱερά
εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τριχερούσης μεταφέρθηκε στήν Ἱερά Μονή Χιλανδαρίου ἀπό
τόν Ἅγιο Σάββα, Ἀρχιεπίσκοπο Σερβίας († 28 Ἰουνίου). Ἡ εἰκόνα τῆς
Τριχερούσης παρέμεινε στή Μονή Χιλανδαρίου μέχρι τό ἔτος 1347. Τότε ἔρχεται στό
Ἅγιον Ὄρος, ὡς ἐπισκέπτης, ὁ Σέρβος Κράλης Δουσάν, ὁ ὁποῖος ἐπισκεφθείς τή Μονή
Χιλανδαρίου, λαμβάνει ἀναχωρώντας γιά τήν Σερβία τήν Παναγία τήν Τριχεροῦσα, ὡς
εὐλογία τῆς Μονῆς πρός αὐτόν. Καί ἔτσι ἔρχεται ἡ Παναγία στή Σερβία.
Μέχρι τά
τέλη του 14ου αἰῶνος μ.Χ. ἡ ἱερά εἰκόνα περνᾶ ἀπό τά χέρια τοῦ Κράλη
Δουσάν, γιά ἄγνωστη αἰτία, στήν ἰδιοκτησία τῆς μονῆς Στουντενίτσης, ὅπου καί
ἐναποτίθεται. Ὅταν ἡ μονή ἐδέχθηκε κατά τίς ἀρχές τοῦ ἑπομένου αἰῶνος ἐπίθεση
ἀπό τούς Τούρκους, οἱ μοναχοί φρόντισαν ἐσπευσμένα νά διασώσουν τά πολύτιμα
ἱερά κειμήλια τῆς μονῆς. Τοποθέτησαν καί στερέωσαν τήν Παναγία τήν Τριχεροῦσα
στήν ράχη ἑνός ἡμιόνου, τόν ὁποῖο ἄφησαν ἐλεύθερο νά ὑπάγει, ὅπου θά τόν
ὁδηγήσει τό θέλημα τῆς Θεοτόκου. Καί πράγματι, ὡς ὑπ’ αὐτῆς ὁδηγούμενος, ὁ
ἡμιόνος ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί σταμάτησε σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τή Μονή
Χιλανδαρίου. Οἱ Πατέρες, ὅταν ἀντελήφθησαν τό γεγονός, ἔσπευσαν καί μέ εὐλάβεια
καί πνευματική χαρά μετέφεραν, μέ ὕμνους καί ὠδές πνευματικές, τήν εἰκόνα τῆς
Παναγίας στή Μονή καί τήν τοποθέτησαν στό σύνθρονο, ἐντός δηλαδή τοῦ ἱεροῦ
Βήματος τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς.
Πολύ
ἀργότερα συνέβη στή μονή τό ἑξῆς περιστατικό. Ὁ τότε ἡγούμενος τῆς μονῆς
ἀπέθανε. Οἱ δέ μοναχοί βρέθηκαν σέ δύσκολη θέση σχετικά μέ τήν ἐκλογή νέου
ἡγουμένου. Καί τοῦτο, γιατί οἱ μοναχοί, πού ἦσαν πολλοί, ἀνῆκαν σέ τέσσερις
διαφορετικές ἐθνικότητες. Ἦσαν δηλαδή Ἕλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι καί Ρῶσσοι. Ἡ
κάθε μία ἐθνικότητα πρότεινε τόν δικό της ὑποψήφιο ἡγούμενο. Ἐπειδή, λοιπόν,
δέν συμφωνοῦσαν μεταξύ τους, ἐπενέβη ἡ Παναγία, γιά νά δώσει λύση στό ζήτημα.
Κατά τήν διάρκεια, λοιπόν, τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἀκούσθηκε καθαρά ἡ
φωνή τῆς Παναγίας, πού ἔβγαινε ἀπό τήν εἰκόνα της, νά λέγει ὅτι ἐκείνη εἶναι
ἡγουμένη τῆς μονῆς. Οἱ μοναχοί ἄκουσαν βέβαια τήν φωνή, ἀλλά δέν ἔδωσαν τήν
πρέπουσα σημασία. Ὅταν λοιπόν ἦλθαν τήν ἑπόμενη ἡμέρα στό ναό γιά τήν Ἀκολουθία
τοῦ Ὄρθρου, βλέπουν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας νά εἶναι τοποθετημένη ἐπί τοῦ
ἡγουμενικοῦ στασιδίου. Νομίζοντες δέ, ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικός (νεωκόρος) τήν
ἔβγαλε ἔξω κατά λάθος, τήν τοποθέτησαν πάλι στό ἱερό Βῆμα. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα,
ὅμως, εἶδαν καί πάλι τήν Παναγία νά βρίσκεται στό ἡγουμενικό στασίδι. Οἱ
μοναχοί θεώρησαν ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικός (νεωκόρος) εἶναι ὁ δράστης τοῦ
φαινομένου. Τοῦ πῆραν, λοιπόν, τά κλειδιά τοῦ ναοῦ καί κλείδωσαν οἱ ἴδιοι τίς
πόρτες τῆς ἐκκλησίας, ἀφοῦ βεβαιώθηκαν, ὅτι δέν εἶχε παραμείνει μέσα στό ναό
κανένας. Το πρωΐ οἱ μοναχοί ἄνοιξαν τό ναό. Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἦταν
τοποθετημένη καί πάλι στήν θέση τοῦ ἡγουμένου, ὁπότε καί βεβαιώθηκαν πλέον, ὅτι
μόνη της θέλει καί πηγαίνει ἐκεῖ.Ἐνῶ, λοιπόν, συζητοῦσαν περί τοῦ θέματος,
ἔρχεται στή μονή ἕνας ἐρημίτης, γνωστός σέ ὅλους γιά τήν ἀρετή του, ὁ ὁποῖος
τούς ἀνακοινώνει, ὅτι τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Παναγία καί τοῦ εἶπε νά ἀναφέρει στούς
μοναχούς τῆς μονῆς, ὅτι τοῦ λοιποῦ ἀναλαμβάνει ἡ ἴδια νά εἶναι Ἡγουμένη τῆς
μονῆς καί ἔτσι νά εἰρηνεύσουν μεταξύ τους.
|