Πότε
γεννήθηκε καί ἤκμασε ὁ Ἅγιος Ὀνησίφορος, δυστυχῶς δέν γνωρίζουμε. Αὐτό πού
γνωρίζουμε εἶναι πώς γεννήθηκε στή Βασιλίδα τῶν πόλεων, τήν πρωτεύουσα «τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης» Βυζαντινῆς
μας Αὐτοκρατορίας, τήν Κωνσταντινούπολη. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἄνθρωποι πολύ
εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι, μά καί πολύ πλούσιοι καί εἶχαν τιμηθεῖ ἀπό τούς τότε
ἄρχοντες καί βασιλεῖς μέ πολλές τιμές καί ἀξιώματα. Παρά τήν ξεχωριστή ὅμως
τούτη προβολή τους, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔμειναν μέχρι τέλους πιστοί καὶ ταπεινοί.
Ἀπό
τέτοιους γονεῖς, ὅπως ἦταν φυσικό, πῆρε ὁ Ὀνησίφορος ἀπό αὐτή τήν βρεφική
ἡλικία τήν ἀνάλογη χριστιανική μόρφωση καί ἀνατροφή. Ἄφθονα κάθε μέρα τοῦ
προσφερόταν τό ἄδολο γάλα τῆς πίστεως. Καί τό ἀποτέλεσμα; Αὐτό πού ψάλλει καί ὁ
ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ἐκ ρίζης
ἀγαθῆς ἀγαθός ἐβλάστησε καρπός, ὁ ἐκ βρέφους ἱερός Ὀνησίφορος, χάριτι μᾶλλον ἡ
γάλακτι τραφεῖς». Ἀπό Ἁγία ρίζα, Ἅγιος καί ὁ καρπός. Αὐτό μαρτυρεῖ ὁλόκληρη
ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου. Μεγάλη δύναμη ἀλήθεια ἔπαιζε σέ αὐτό καί τό παράδειγμα τῶν
γονιῶν. Αὐτό γίνεται συχνά. Τό παράδειγμα τῶν γονιῶν παίζει πάντοτε μεγάλο ρόλο
στήν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.
Ἂν τό
προσέχαμε καί ἂν τό σκεφτόμαστε τοῦτο οἱ γονεῖς, πόσο κερδισμένοι θά ἤμασταν
τόσο ἐμεῖς, ὅσο καί τά παιδιά μας! Καί αὐτά πόσο πιό δυνατά θά ἤσαν νά
ἀντιμετωπίσουν τούς ποικίλους πειρασμούς καί νά νικήσουν! Γιατί ἀπό τήν παιδική
ἡλικία κυνηγᾷ ὁ πονηρός τόν καθένα μας. Ἀπό τήν παιδική ἡλικία στήνει τίς
παγίδες του καί ρίχνει τά βέλη του. Αὐτό ἔγινε καί μέ τό καλό παιδί, τόν
Ὀνησίφορο.
Πολλές
ἦταν οἱ παγίδες πού ὁ πονηρός τοῦ ἔστηνε καί πιό πολλοί οἱ πειρασμοί πού τόν
πολιορκοῦσαν καθημερινά. Ὅμως μέ τά ὄπλα τῆς προσοχῆς καί τῆς μελέτης τοῦ λόγου
τοῦ Θεοῦ μεγάλωνε τό παιδί. Καί μεγάλωνε μέσα του καί ὁ ἱερός πόθος νά ἀρέσει
στόν Χριστό. Μέσα στό παλάτι συνήθως κυκλοφορεῖ. Ὅμως δέν παρασύρεται. Ἡ λάμψη
τῶν ἀξιωμάτων, τά ὁποία τοῦ προσφέρονται ἀπό νωρίς, δέν τοῦ θολώνουν τό μυαλό.
Νεώτατος χάρις τήν σοφία καί τήν σύνεση καί τίς γνώσεις του ἔγινε Αὐγουστάλιος,
δηλαδή ναύαρχος τοῦ στόλου τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως θά λέγαμε σήμερα. Καί ὅμως ὁ
Ὀνησίφορος δέν ξιππάζεται, δέν ὑπερηφανεύεται. Δέν ἀλλάζει τρόπους ζωῆς. Μέ
βαθιά συναίσθηση τῆς θέσεώς του φροντίζει ἀπό τήν πρώτη στιγμή πῶς νὰ αὐξήσει
μέ κατάλληλα καράβια τόν στόλο τῆς Αὐτοκρατορίας. Πολλοί εἶναι οἱ ἐχθροί πού
ἐπιβουλεύονται τήν δύναμή της. Καί ἄλλοι τόσοι ἐκεῖνοι πού φθονοῦν τήν δόξα καί
τό μεγαλεῖο της. Τά βλέπει αὐτά ὁ συνετός νέος καί σπεύδει νά ἑτοιμασθεῖ. Δέν
πρόφθασε ὅμως. Κάποιο πρωϊνό τά ἐχθρικά καράβια πλέουν πρός τήν Πόλη. Καί ὁ
Ὀνησίφορος, μολονότι ἀνέτοιμος, κινεῖται νά τά ἀνακόψει. Στή ναυμαχία πού ἔγινε,
τά ἑλληνικά ἐκεῖνα καράβια, πού ἔπλευσαν νά ἀντιμετωπίσουν τόν ἐχθρό
διελύθησαν. Μόνο ἡ ναυαρχίδα διασώθηκε, στήν ὁποία βρισκόταν καί ὁ Ἅγιος.
Ἡ ἧττα
αὐτή συνεκλόνισε τόν φιλότιμο νέο, πού συντετριμμένος ἐγκαταλείπει τή σταδιοδρομία
του καί μέ δέκα ἄλλους συντρόφους ἔρχεται στήν Κύπρο καί βγαίνει ἐκεῖ στήν
Πάφο.
«Πάντα
ματαιότης τά ἀνθρώπινα», λέγει κι ἐπαναλαμβάνει μοναχός του. «Οὐ παραμένει ὁ
πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα», προσθέτουν οἱ ἄλλοι καί ἀποφασίζουν νά
διασκορπισθοῦν καί νά ζήσουν τήν ἀγγελική ζωή, τήν μοναχική. Τό περιστατικό,
πού τούς συνέβη, τό θεωροῦν σάν ἐπέμβαση Θεοῦ καί σάν ὑπόδειξη πώς γιά κάποιους
ἄλλους τούς προορίζει. Γι' αὐτό δέν ἀπογοητεύονται. Δέν ἐλεεινολογοῦν τήν τύχη
τους, ὅπως συνήθως κάνουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου. Φωτισμένοι ἀπό τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ὁποῖο συνιστᾷ νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο, ὄχι μόνο γιά τά
εὐχάριστα, ἀλλά καί γιά ἐκεῖνα πού φαινομενικά φαίνονται δυσάρεστα, δοξολογοῦν
τόν Θεό, καί μετά ἀπό θερμή προσευχή χωρίζονται καί προχωρεῖ ὁ καθένας καί σ’
ἕνα μέρος.
Ὁ
φιλόθεος νέος, ὁ Ὀνησίφορος, ἀφοῦ περιόδευσε διάφορους τόπους, ᾖλθε πρός τά
μέρη τοῦ χωριοῦ Ἀναρίτα. Ἡ ἡσυχία, τό ἄφθονο πράσινο τοῦ ὄμορφου ἐκείνου τοπίου
τοῦ ἱκανοποιοῦν τήν ψυχή καί τοῦ φλογίζουν τήν καρδιά. Τά λόγια τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθείν ἀπαρνησάσθω
ἐαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» κυκλοφοροῦν
συνέχεια στό μυαλό του καί τοῦ θεριεύουν τήν ἱερή ἀπόφαση. Τήν ἀπόφαση νά ζήσει
πιά μέ ὁδηγό τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ καί γιά τόν Χριστό. Ἕνας ὁ εὐγενής
ὁραματισμός του. Νά μπορέσει κάποια μέρα νά ἀναφωνήσει καί αὐτός τοῦ θείου Παύλου
τά λόγια. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγῶ· ζῇ δέ ἐν
ἐμοί Χριστός».
Γιά τήν
πραγμάτωση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ πόθου χωρίς κανένα δισταγμό ὁ καλομαθημένος νέος δέν
διστάζει νά ἀνταλλάξει τήν καλοπέραση τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, μά καί τῆς
αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, τίς σχέσεις καί τά μεγαλεῖα μέ τήν ζωή τοῦ ἀσκητοῦ. Μιά
σπηλιὰ ἔξω ἀπό τό χωριό γίνεται τώρα ὁ τόπος διαμονῆς καί τό ἀσκητήριό του.
Μέσα σ' αὐτή ὁ φλογερός νέος «παραδοθεῖς
τή χάριτι τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ιε’ 40) ὁλόψυχα μέ ζῆλο θερμουργό καί σύνεση
βαδίζει σταθερά τῆς ἀρετῆς «τήν στενήν καί τεθλιμμένην ὁδόν τήν ἀπάγουσαν εἰς
τήν ζωήν». Ἐλεύθερος ἀπό κάθε γήινη φροντίδα, μιά φροντίδα ἒχει· πῶς νά ἀρέσει
στόν Θεό καί νά ἐπιτύχει τόν ἱερό ὁραματισμό του.
Μέ
ἀδιάλειπτη προσευχή καί νηστεία, ἀλλά καί μέ κάθε ἀρετή, σάν προσεκτικός
γεωργός, φροντίζει καθημερινά καί μέ σκληρό ἀγῶνα προσπαθεῖ νά ξερριζώνει ἀπό
τῆς ψυχῆς του τό χωράφι τά διάφορα ἀγκάθια τῶν παθῶν. Οἱ πειρασμοί πού
δοκιμάζει μέσα σ’ ἐκείνη τήν στενή καί ὑγρή σπηλιά εἶναι ἀφάνταστα πολλοί. Ὁ
πιστός ὅμως καί ἀνύστακτος ἀσκητής μέ τήν δύναμη τῆς προσευχῆς τούς ἀνατρέπει
ὅλους καί κατορθώνει σέ κάθε περίσταση νά ξεπληρώνει τήν προφητική φωνή, πού
λέγει: «Νεώσατε ἐαυτοίς, νεώματα καί μή
σπείρητε ἐν ἀκάνθαις». Δηλαδή βγάλτε ἀπό τό χωράφι τῆς ψυχῆς σας τά ἀγκάθια
καί κάνετέ το καινούργιο. Ξεχερσῶστε το, ὥστε νά γίνει κατάλληλο γιά τή νέα
καρποφορία. Προσοχή. Μήν σπέρνετε ποτέ σέ χωράφι πού εἶναι γεμάτο ἀγκάθια
(Ἱερεμ. δ’ 3).
Στό
ἐρημικό ἐκεῖνο μέρος περνᾶ τίς ἡμέρες του ὁ Ὅσιός μας. Τό σῶμα του δέν διστάζει
νά τό ταλαιπωρεῖ μέ νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί νά τό ὑποτάσσει στό θέλημα τοῦ
Θεοῦ. Συγχρόνως ὅμως καἰ στήν ψυχή του δέν ἀμελεῖ νά προσφέρει κάθε πνευματική
τροφή. Μέ τήν ἁπλότητα τοῦ χαρακτῆρα του, μέ τήν πραότητα στή συμπεριφορά του
καί μέ τήν βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, τήν ταπεινοφροσύνη, πού φροντίζει νά ἔχει στήν
καρδιά του σάν θεμέλιο τῆς ζωῆς του, κατορθώνει νά βγαίνει πάντα νικητής στούς
πνευματικούς ἀγῶνες του. Γι' αὐτό καί πλούσια δέχεται ἐπάνω του τήν χάρη τοῦ
Παναγίου Πνεύματος σύμφωνα μέ τά θεία λόγια τοῦ προφήτου πού λέγει: «Ἐπί τίνα ἐπιβλέψω ἀλλ’ ἡ ἐπί τόν πρᾶον καί
ἠσύχιον καί τρέμοντά μου τούς λόγους;». Δηλαδή σέ ποιόν ἐγώ ὁ Θεός θά ρίψω
στοργικό καί προστατευτικό τό βλέμμα μου, παρά μονάχα στόν ἄνθρωπο τόν ταπεινό,
τόν ἥσυχο, τόν ἄνθρωπο πού τρέμει μέ σεβασμό σάν ἀκούει τά λόγια μου καί
ἀγωνίζεται νά τά ἐφαρμόζει στήν ζωή του; (Ἠσαΐου ξστ’ 22). Ἀλήθεια στόν ταπεινό
καί πρᾶο ἐπαναπαύεται τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό καί σάν πρῶτο σκαλοπάτι τῆς
κλίμακας τῶν ἀρετῶν, πού θέλει νά ἀνεβοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ποθοῦν νά γίνουν
δικοί του, βάζει τῆς ταπεινοφροσύνης τό σκαλοπάτι. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ
πνεύματι» διακηρύττει γι' αὐτούς.
Εὐτυχισμένοι
δηλαδή ἐκεῖνοι πού συναισθάνονται τή μικρότητά τους καί ταπεινώνονται. Ἔχουν
φρόνημα ταπεινό. Εὐτυχισμένοι οἱ ταπεινοί, γιατί σ' αὐτούς ἀνήκει ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν. Καί προχωρώντας ὁ Κύριος προσθέτει: «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί
κληρονομήσουσι τήν γῆν». Εὐτυχισμένοι, καί αὐτοί πού εἶναι πρᾶοι καί δέν
θυμώνουν, γιατί αὐτοί θά κληρονομήσουν κάποια μέρα τή νέα γῆ, τήν ἄνω
Ἱερουσαλήμ, τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ πρᾶοι καί εἰρηνικοί, γιατί ἡ
πραότητα, πού εἶναι καρπός ταπεινοφροσύνης, ἀποτελεῖ βασικό παράγοντα εὐτυχίας
καί εὐλογημένης ζωῆς.
Ὑπέροχο
παράδειγμα τῶν δύο αὐτῶν ἀρετῶν ὑποδεικνύει ὁ Κύριος, αὐτόν τόν ἴδιο ἑαυτό Του.
«Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί
ταπεινός τή καρδίᾳ καί εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταίς ψυχαίς ὑμῶν» (Μάτθ. ια’ 29).
Ταπεινός ὁ Κύριος καί πρᾶος. Ταπεινοί καί πρᾶοι πρέπει νά εἶναι καί ὅλοι
ἐκεῖνοι πού νοσταλγοῦν καί θέλουν νά ἐπαναπαύεται ἐπάνω τους ἡ θεία χάρις. Σάν ἀποτέλεσμα
τῆς εὐλογίας αὐτῆς θά ἔχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί νά βλέπουν νά αὐξάνεται ἡ παρρησία
τους μπροστά στόν Θεό.
Καί ἡ
παρρησία τοῦ ὁσίου Ὀνησιφόρου μπροστά στό Θεὸ μεγαλώνει ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα. Τά
δάκρυα, τά ὁποῖα ἡ συντετριμμένη ἐκείνη ψυχή χύνει καί βρέχει τή στρωμνὴ της
κάθε μέρα, γίνονται γι' αὐτήν πηγή εὐλογιῶν. Πλεῖστα ὅσα θαύματα προσφέρει
ζωντανός ἀκόμη σέ πονεμένους καί ἀναξιοπαθοῦντας. Γιατί, ὅπως «οὐ δύναται πόλις
κρυβήναι ἐπάνω ὅρους κειμένη», ἔτσι καί τοῦ Ἁγίου μας ἡ ζωή πολύ γρήγορα εἶχε
γίνει ἀντιληπτή ἀπό ὅσους κατοικοῦσαν στά γύρω χωριά. Καί τό ἀποτέλεσμα;
Καθημερινά πλήθη πιστῶν ἔτρεχαν στή σπηλιά του καί σάν διψασμένα ἐλάφια τοῦ ζητοῦσαν
λόγια Θεοῦ. Καί αὐτός μέ τήν πνευματική πεῖρα πού διέθετε, τούς δίδασκε καί
τούς παρηγοροῦσε. Τούς δίδασκε, πάντα μέ ταπεινοφροσύνη καί ἀγάπη πατρική «τά
καλά καί ὠφέλιμα τοίς ἀνθρώποις» (Τίτ. γ’ 8).
Ὅλη αὐτή
ἡ ἐργασία τοῦ θεοφόρου ἀσκητή δέν ἦταν τίποτε ἄλλο παρά μία εὐλαβική προσφορά
γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Κανένας δέν μποροῦσε νά τοῦ προσάψει ὁποιανδήποτε μομφή,
πώς ζητοῦσε «τήν ἰδὶαν δόξαν» (Ἰωάν. ζ’ 18). Γιά τοῦτο καί «ὁ ἐρευνῶν νεφρούς
καί καρδίας» (Ἀποκ. 6, 29) τόν ἐτίμησε μέ θεία δόξα.
Τόν ἐτίμησε
μέ ἰδιαίτερες δωρεές καί χαρίσματα. Τοῦ ἔδωσε πλούσια τό χάρισμα τῆς θεραπείας.
Πολλά θαύματα ἐπενεργοῦσε καθημερινά. Θεραπεῖες δαιμονισμένων, λεπρῶν,
καρκινοπαθῶν, παθήσεων ματιῶν καί ἕνα σωρό ἄλλων ἀσθενειῶν. Σέ μία περίοδο
τρομερῆς ἀνομβρίας μέ τήν θερμή προσευχή του σάν τόν Προφήτη Ἠλία ἄνοιξε τούς
καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καί κατέβασε βροχές εὐεργετικές, πού δρόσισαν ὄχι
μονάχα ἀνθρώπους καί ζῶα, ἀλλά καί πότισαν τήν διψασμένη γῆ. Στό πρόσωπό του
ἔβρισκαν οἱ δυστυχισμένοι τήν παρρησία, οἱ ἄρρωστοι τήν θεραπεία καί οἱ
πονεμένοι τήν παρηγοριά. Αὐτά ὅσο καιρό ζοῦσε. Μά καί ὅταν σέ βαθιά γηρατειά
παρέδωκε τήν ἁγία ψυχή του στόν Κύριο, καί πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε
«δόξαν καί τιμήν καί ἀφθαρσίαν». Θριαμβευτής μπῆκε ὁ φλογερὸς ἀσκητής «εἰς τήν
δόξαν τοῦ Θεοῦ» (Β’ Κορινθ. δ’ 15). Καί ἀπό ἐκεῖ συνεχίζει τά εὐεργετικά
θαύματά του σέ ὅλους ἐκείνους πού μέ συντριβή ψυχής καί εἰλικρινή μετάνοια
ἐκζητοῦν τή μεσιτεία του.
Δυστυχῶς
τό σπήλαιο τοῦ Ἁγίου εἶναι ἀκαθόριστο σήμερα. Ὁ χρόνος τό ἔχει ἐξαφανίσει καί ὁ
χῶρος ἔχει καταχωσθεῖ. Ἔξω ὅμως ἀπό τό χωριό καί στό Ν.Α. ἄκρο τοῦ κοιμητηρίου
βλέπει κανείς ἕνα ἐρειπωμένο ἐκκλησάκι, πού ἔκτισε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος μέ τά χέρια
του. Ἡ μικρή αὐτή Βυζαντινή ἐκκλησούλα εἶναι μονόκλιτος καί μέ στέγη καμαρωτή,
στενόμακρη 10.80μ. ἐπί 3.60μ. Δυστυχῶς ἐδῶ καί λίγα χρόνια ἔπαψε καί νά
λειτουργεῖται. Γύρω ἀπό τήν ἐκκλησούλα ὑπάρχουν θεμέλια κελλιῶν, πού μαρτυροῦν
ὅτι κάποτε ἐκεῖ ἦταν κτισμένη καί Ἱερά Μονή πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Ὀνησίφορου.
Οἱ
περιπέτειες τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ μας ἔγιναν αἰτία πολλοί πνευματικοί θησαυροί
μας νά χαθοῦν. Αὐτό ἔγινε καί μέ τό θαυματουργό λείψανο τοῦ Ἁγίου. Γιά πολλά
χρόνια βρισκόταν στό χωριό καί φυλασσόταν σέ μία λάρνακα. Ἀπό καιρό ὅμως χάθηκε
καί κανένας δέν ξέρει τίποτε γι' αὐτό.
Νοερά οἱ
προσκυνητές, πού ἐπισκέπτονται τήν Ἀναρίτα γονατίζουν ἐκεῖ στήν ἐκκλησία καί
ἐπικαλοῦνται τή μεσιτεία καί τήν βοήθειά του.
Τήν
μεσιτεία του ἄς ἐκζητοῦμε κι ἐμεῖς.
Σήμερα μάλιστα,
πού τό νησί μας περνᾶ τίς πιό δύσκολες ἥμερες τῆς τετραχιλιόχρονης ἑλληνοχριστινικῆς
ζωῆς του, ἄς καταφεύγουμε μὲ πίστη στόν Ἅγιό μας καί ἄς τοῦ ζητοῦμε τόν φωτισμό
καί τήν βοήθειά του στά πολλαπλά προβλήματά μας.
Ἐπίσκεψη Θεοῦ
ἦταν ἡ ἧττα τοῦ στόλου, πού κυβερνοῦσε. Ἐπίσκεψη θλιβερή. Τήν δέχθηκε, ὅπως
δεχόταν καί τίς πλούσιες εὐεργεσίες, πού ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοῦ πρόσφερε. Τήν
δέχτηκε μέ εὐγνωμοσύνη καί ἔδωκε τήν καρδιά του στόν Κύριο. Πάλεψε μέ «τόν
Ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» καί νίκησε. Μέ τό παράδειγμά του μᾶς
καλεῖ κι ἐμᾶς νά τόν μιμηθοῦμε.
Ἄπειρες
οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, πού δοκιμάζουμε ὅλοι μας. Στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ
καθενός μας στέκει ὁ Κύριος καί μᾶς λέγει: «Ἰδού
ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω. Ἐάν τίς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξει τήν
θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καί αὐτός μετ' ἐμοῦ»
(Ἀποκαλ. γ’ 20). Ὁ συνετός νέος Ὀνησίφορος στήν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἤκουσε καί
ἔσπευσε καί ἄνοιξε τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς του στόν τιμημένο ξένο. Τήν εὐλογημένη
αὐτή πράξη τοῦ φιλόθεου νέου, θά θελήσουμε καί ἐμεῖς νά τήν ἀντιγράψουμε; Τήν
ἀπάντηση ἄς σπεύσει ὁ καθένας νά τή δώσει ὁ ἴδιος στόν Κύριο. Τό ἀποτέλεσμα μᾶς
εἶναι γνωστό. Ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς, πού διψοῦμε ὅλοι μας, καί ὁ πόθος
μας γιά ἐθνική δικαίωση δέν θά μείνει καυτός πόθος καί γλυκύς ὁραματισμός, μά
θά γίνει ζωντανή πραγματικότητα.
Δία τῶν
πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ὀνησίφορου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιο Ἦχος γ' Θείας
πίστεως.
Θείοις
θαύμασι κατεπλουτίσθη, πάτερ ὅσιε Ὀνησίφορε, ἡ τῆς Πάφου Ἁγία Μητρόπολις- τόν
ἄσυλον θησαυρόν ἡ Ἀναρίτις ἐκτήσατο, ἔχουσα τήν λάρνακα τῶν ἁγίων λειψάνων σου·
ἡ καί βρύει ἀεννάως ἰάσεις εἰς δόξαν Χριστοῦ τοῦ ἐν Τριάδι.
|