Ὁ Ἅγιος
Ἰωσήφ γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν
Φωτεινό καί τήν Θεοκτίστη, καί ἤκμασε γύρω στό β’ μισό τοῦ 8ου καί
α’ μισό τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. Σέ νεαρή ἡλικία παραδόθηκε στόν θεῖο τοῦ
Πλάτωνα († 4 Ἀπριλίου), περιώνυμο ἡγούμενο τῆς Μονῆς
Στουδίου, γιά διαπαιδαγώγηση, ὁ ὁποῖος κατέστησε αὐτόν καί τον ἀδελφό του
Θεόδωρο († 11 Νοεμβρίου) ἀτρόμητους φρουρούς τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως. Στήν περίοδο τῶν εἰκονομαχιῶν, ὑπερασπιζόμενος μαζί μέ τόν Θεόδωρο τίς
ἱερές εἰκόνες καί τήν πατρώα εὐσέβεια, ὑπέστησαν πολλές διώξεις, ἀφοῦ
ἐξορίσθηκαν κατ’ ἐπανάληψη. Γιά τήν μεγάλη μόρφωση καί τίς πολλές ἀρετές του
ἐξελέγη ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ἐξ αἰτίας ὅμως τοῦ ζητήματος τοῦ οἰκονόμου
Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος εἶχε εὐλογήσει τόν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου
ΣΤ’ μαζί μέ τήν δούλη Θεοδότη, καί μέ τούς ὁμόφρονές του ἀπαιτοῦσαν τήν
καθαίρεσή του γιά τούς ἀγῶνες ὑπέρ τῶν εἰκόνων, κατά συνοδική ἀπόφαση κηρύχθηκε
ἔκπτωτος καί τό 809 ἐξορίσθηκε. Τό 811, μετά τόν θάνατο τοῦ Νικηφόρου,
ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία ἀπό τόν νέο αὐτοκράτορα Μιχαήλ Α’ Ραγκαβέ, γιά νά
ἐξορισθεῖ καί πάλι ἀργότερα ἀπό τούς εἰκονομάχους αὐτοκράτορες Λέοντα Ε’,
Μιχαήλ Β’ καί Θεόφιλο στήν Ἀπολλωνιάδα καί ἀλλοῦ γιά νά πεθάνει, τό 832 μ.Χ.,
ἀπό τίς κακουχίες καί τίς ταλαιπωρίες. Τά τίμια λείψανά του καί αὐτά τοῦ
ἀδελφοῦ του Θεόδωρου μετακόμισε, τό 844 μ.Χ., στήν Κωνσταντινούπολη ὁ
Πατριάρχης Μεθόδιος καί κατέθεσε αὐτά μέ τιμές στή Μονή Στουδίου.
Ποιητής
καί ρήτορας ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ, κληροδότησε λίγους λόγους καί Κανόνες. Σώζεται
ἰδιαίτερο Τριώδιο τῆς μονῆς τοῦ Στουδίου χαρακτηριζόμενο ὡς «ποιήμα τοῦ Ἰωσήφ καί Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
τῶν αὐταδέλφων». Οἱ Κανόνες τῶν δύο ἀδελφῶν στό Πεντηκοστάριο, οἱ ὁποῖοι
εἰσήχθησαν στόν Κώδικα τοῦ Στουδίου γιά τό Τριώδιο, πού περιελάμβανε τότε καί
τό Πεντηκοστάριο, δέν ἔγιναν δεκτοί στά γενικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά
περισώθηκαν στά βιβλία τῆς Κρυπτοφέρρης. Ἔτσι, σέ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς
Διακαινισίμου ὑπάρχουν πλήρεις ἐννεαώδιοι Κανόνες διπλοί, ἀπό ἕνα τοῦ Ἰωσήφ καί
τοῦ Θεοδώρου. Ἐπί πλέον τοῦ Ἰωσήφ ὑπάρχουν ὀκταώδιοι Κανόνες στίς Κυριακές τοῦ
Παραλύτου, τῆς Σαμαρείτιδος καί τοῦ Τυφλοῦ, τήν Τετάρτη τῆς ΣΤ’ Ἑβδομάδος τῆς
Πεντηκοστῆς καί τήν Ἀνάληψη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχύ
προκατάλαβε.
Εἰκών πέλων
ἔμψυχος, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, Εἰκόνα τήν ἄχραντον, τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ, τιμᾶν
ἀνεκήρυξας· ὅθεν ὁμολογίας, διαπρέψας ἀγῶσιν, ὤφθης Θεσσαλονίκης, Ἰωσήφ
ποιμενάρχης· διό σε ὁ Δεσπότης τῶν ὅλων ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τήν ἐν
πρεσβείαις.
Ἡ θεηγόρος
τῶν διδαγμάτων σου λύρα, τάς τοῦ Σωτῆρος ἐμεγάλυνεν ὑψώσεις, Ὀρθοδοξίας πᾶσι τό
εὔσημον, καί τῶν σεπτῶν Είκόνων, τήν τιμήν ἐξαγγέλλουσα, σοφέ Ἰωσήφ Πατέρων καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις
Ἐκκλησίας ἡ λαμπηδών, καί Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης καί ἀρωγός· χαίροις ὁ ποικίλας,
τῇ σῇ ὁμολογίᾳ, ὦ Ἰωσήφ θεόφρον, στολήν τήν ἔνθεον.
|