Ὁ Ἅγιος
Σύμμαχος γενήθηκε στήν Σαρδηνία καί ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Φουρτουνᾶτος.
Ἔγινε ἱερέας στήν Ρώμη καί ὡς Ἐπίσκοπος Ρώμης διαδέχθηκε τόν Ἀναστάσιο Β’ καί
ἀρχιεράτευσε ἀπό τίς 22 Νοεμβρίου 498 ὥς τίς 19 Ἰουλίου 515 μ.Χ. Ἦταν εὐσεβής
καί φιλεύσπλαχνος, ἐξαγόρασε πολλούς δούλους καί τούς ἀπελευθέρωσε, προστάτευε
και συντηροῦσε 200 ἐξόριστους Ἐπισκόπους ἀπό τήν Ἀφρική, πού ἦταν θύματα τῶν
Βανδάλων κατακτητῶν καί περιέθαλπε
πρόσφυγες ἀπό τήν Ἀφρική καί τήν Σαρδηνία. Ἀγάπησε δέ τόν κλῆρο καί τόν
λαό. Ἐκδίωξε τούς αἱρετικούς Μανιχαίους
ἀπό τήν Ρώμη καί ἔκαψε τά βιβλία τους στήν βασιλική τοῦ Κωνσταντίνου.
Ἐλευθέρωσε ὅλους τούς σκλάβους τῆς Ρώμης καί τούς βοήθησε νά ἀνακτήσουν τήν
ἐλευθερία τους. Σέ αὐτόν ἀποδίδεται τό κτίσιμο τῆς πρώτης παπικῆς κατοικίας στό
Βατικανό. Ἔκτισε βασιλική στόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα, δίπλα σέ ἐκείνη τοῦ Ἀποστόλου
Πέτρου, μέ ἀσημένιο κιβώριο πάνω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα, ἔκτισε ναό στόν Ἀπόστολο
Θωμᾶ, τόν Ὅσιο Ἰωάννη Κασσιανό, τούς Ἁγίου Πρωτᾶ καί Ὑάκινθο, τόν Ἅγιο
Ἀπολλινάριο, ἐνῶ στήν βασιλική τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἔκανε παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου
Σταυροῦ, ναούς στόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, στόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, διακόσμησε τό
ναό τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου μέ μάρμαρα καί διεύρυνε τήν αὐλή του, ἔκτισε ναό στήν
Μεγαλομάρτυρα Ἀγάθη στήν Via Aurelia, στόν Ἄγιο Παγκράτιο, ἀνακαίνισε τήν ἁψίδα στήν
βασιλική τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἔκτισε ναό στούς Ἁγίους Σιλβέστρο καί Μαρτῖνο
τῆς Tours δίπλα στά λουτρά τοῦ
Τραϊανοῦ, διεύρυνε τήν βασιλική τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἔκανε παρεκκλήσι τῶν
Ἁγίων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ, ἔκτισε ναό τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἔξω ἀπό τήν Ρώμη στήν
Via Trivana, ἔκανε χώρους διαμονῆς γιά
τούς προσκυνητές στούς ναούς τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου καί τοῦ Ἁγίου
Λαυρεντίου, ἀνακαίνισε τόν ἐρειπωμένο ναό τῆς Ἁγίας Φιλικητάτης καί τήν ἁψίδα
στό ναό τῆς Ἁγίας Ἁγνῆς. Εἰσήγαγε τὀν ὕμνο «Δόξα
ἐν ὑψίστοις» στούς ναούς γιά κάθε Κυριακή καί στίς μνῆμες τῶν Μαρτύρων.
Χειροτόνησε 16 Διακόνους, 17 Πρεσβυτέρους καί 117 Ἐπισκόπους.
Ὁ Ἅγιος
Σύμμαχος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 514 μ.Χ., καί ἐνταφιάσθηκε στό ναό τοῦ Ἁγίου Πέτρου.
|