Ἡ μονή
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου «τοῦ Στουδίου», ἤ τοῦ «ἐν τοῖς Στουδίου»
ἱδρύθηκε τόν 5ο αἰῶνα μ.Χ. Βρισκόταν ἐντός τῶν Θεοδοσιανῶν τειχῶν,
στήν συνοικία Ψαμαθιά (σημερινή Samatya) στήν Κωνσταντινούπολη, στή νοτιοδυτική πλευρά τῆς
Πόλης, κοντά στήν Χρυσή Πύλη. Ἡ τρίκλιτη βασιλική, πού σώζεται σήμερα χωρίς τήν
ὀροφή καί σέ ἐρειπιώδη κατάσταση, εἶναι ἡ ἀρχαιότερη σωζόμενη ἐκκλησία μέσα
στήν Κωνσταντινούπολη καί διατηρεῖ μεγάλο μέρος ἀπό τήν πλούσια ἀρχική της
διακόσμηση. Ἡ μονή ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν ἐκκλησιαστική καί πολιτική ζωή
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἰδίως στήν διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας καἰ ἔπειτα ἀπό
αὐτήν. Τό πλέον ἐξέχον μέλος τῆς μονῆς ἦταν ὁ Ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης (759 –
826 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν ἡγούμενος.
Ἡ μονή
Στουδίου ἱδρύθηκε, πρίν ἀπό τό 454 μ.Χ., ἀπό κάποιον ὕπατο καί συγκλητικό
Στούδιο, γιά τόν ὁποῖο ἔχουμε λίγες πληροφορίες. Ἐλάχιστα γνωρίζουμε γιά τά
πρῶτα τριακόσια χρόνια τῆς ἱστορίας τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ Mango ὑποστηρίζει ὅτι ἡ βασιλική
κτίσθηκε, γιά νά στεγάσει τήν τίμια κεφαλή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἡ
ὁποία ἀνακαλύφθηκε, τό 453 μ.Χ., στήν Ἔμεσα. Τό ἱερό λείψανο, ἐν τούτοις, δέν
ἀποκτήθηκε ἐκείνη τήν ἐποχή καί ἡ ἐκκλησία παραχωρήθηκε στούς Ἀκοιμήτους (οἱ
«’Ακοίμητοι» μοναχοί τελοῦσαν λειτουργίες χωρίς διακοπή), οἱ ὁποῖοι διακόνησαν
στό μοναστήρι μέχρι τόν 8ο αἰῶνα μ.Χ.
Στή μονή
περιλαμβάνονταν ἀρκετά παρεκκλήσια. Ἡ κεφαλή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου
(πού ἀποκτήθηκε τελικά τόν 10ο αἰῶνα) βρισκόταν στό παρεκκλήσιο στά
δεξιά τοῦ κυρίως ναοῦ. Ὑπάρχουν ἐπίσης, ἀναφορές γιά ἕνα παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο
στήν Θεοτόκο, τό ὁποῖο ἐκοσμεῖτο μέ ψηφιδωτά, καί γιά ἕνα ἄλλο ἀφιερωμένο στόν
Ἅγιο Γεώργιο, ὅπου ἐνταφιάσθηκε ὁ Ὅσιος Βλάσιος ὁ ἐξ Ἀμορίου. Ἐπί πλέον, ἡ μονή
διέθετε ἱερά λείψανα τοῦ Προφήτου Ζαχαρία, τοῦ Ἁγίου Βαβύλα καί ἄλλων.
|