Ὁ Ἅγιος
Νεομάρτυς Ἠλίας καταγόταν ἀπό τήν Γεωργία καί ἀνῆκε στήν εὐγενῆ οἰκογένεια
Χαβχαβάντζε. Γεννήθηκε, στίς 27 Ὀκτωβρίου 1837, στό χωριό Κουαρέλι στό Καχέτι
καί ἀνατράφηκε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Ἡ μητέρα του τόν ἔμαθε ἀνάγνωση
καί γραφή καί τοῦ δίδαξε νά προσεύχεται καί νά ἐφαρμόζει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν
ἔφθασε σέ ἡλικία ὀκτώ ἐτῶν, ὁ Ἠλίας στάλθηκε νά μορφωθεῖ κοντά στόν ἀρχιδιάκονο
Νικόλαο Σεπασβίλι τοῦ Κουαρέλι. Τά χρόνια πού πέρασε ἐκεῖ ἄφησαν ἀνεξίτηλη
μνήμη στήν ζωή του γιά τόν ἅγιο διδάσκαλό του. Ἀργότερα συνέχισε τήν ἐκπαίδευσή
του σέ ἕνα οἰκοτροφεῖο τῆς Τυφλίδας καί παρακολούθησε τό γυμνάσιο. Οἱ γονεῖς
του ἀπέθαναν σέ μικρή ἡλικία καί τόν ὀρφανό Ἠλία ἀνέλαβε ὑπό τήν φροντίδα της ἡ
θεία του Μακρίνα.
Τό 1857,
ἐγράφεται στή Νομική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἁγίας Πετρούπολης. Ἐκεῖ
μελέτησε πολύ καί περνοῦσε μεγάλο μέρος τοῦ χρόνου του στά ἀρχεῖα τῆς Ἁγίας
Πετρούπολης ἀναζητώντας παλαιά κείμενα γιά τήν ἱστορία τῆς Γεωργίας. Τά
ἀκαδημαϊκά του ἐπιτεύγματα ἦταν ἐξαιρετικά, ἀλλά δέν τόν ἐνδιέφερε νά λάβει
πτυχίο ἀπό τήν Σχολή. Στό τέταρτο ἔτος ἐγκατέλειψε τίς σπουδές του καί
ἐπέστρεψε στήν Γεωργία.
Ὁ
Νεομάρτυς Ἠλίας ἦταν ἀπό ἐκείνους πού πίστευαν ὅτι ἕνα ἔθνος, ὅταν ξεχνᾶ τήν
ἱστορία του, εἶναι σαν ἕνας ζητιάνος πού δέν γνωρίζει οὔτε τό παρελθόν του οὔτε
ποῦ πηγαίνει. Γιά τόν λόγο αὐτό, προσπαθοῦσε νά ἔμπνεύσει τούς συμπατριῶτες του
μέ τίς προηγούμενες δόξες τοῦ ἔθνους τους καί τήν χριστιανική πίστη τῶν
προγόνων τους. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας καί ἡ ὑπεράσπιση τῆς
ἐλευθερίας τῆς Γεωργιανῆς Ἐκκλησίας ἦταν οἱ κύριοι στόχοι γιά τούς ὁποίους
προσπάθησε ὁ Ἠλίας σέ κάθε πτυχή τῆς ζωῆς του. Αὐτός ὁ μεγάλος φιλόσοφος,
συγγραφέας καί ἱστορικός, ἐπαναλάμβανε συχνά τήν ἄποψη: «Ἕνα ἔθνος τό ὁποῖο λησμονεῖ τήν γλῶσσα του, δέν μπορεῖ πλέον νά ὑπάρχει
ὡς ἔθνος».
Ἐνδιαφερόταν
δέ πολύ γιά τήν διατήρηση τῆς Γεωργιανῆς γλώσσας καί ἀγωνίσθηκε γιά νά
διασφαλίσει ὅτι θά παραμείνει ἡ κύρια γλῶσσα πού διδασκόταν στά σχολεῖα τῆς
πατρίδας του.
Ἔτσι,
ἐνέπνευσε πολλούς μέ τόν πατριωτικό του ζῆλο καί τήν εὐσέβειά του. Συχνά
δήλωνε: «Ἐμεῖς, ὁ Γεωργιανός λαός, ἔχουμε
κληρονομήσει τρία θεϊκά χαρίσματα ἀπό τούς προγόνους μας: τήν πατρίδα, τήν
γλῶσσα καί τήν πίστη μας. Ἄν ἀποτύχουμε νά προστατέψουμε αὐτά τά δῶρα, τί ἀξία
θά ἔχουμε;».
Ὅμως, ὁ
δίκαιος ἀγώνας τοῦ Ἠλία ἦταν προσβολή, ἀπειλή καί πρόκληση γιά ἐκείνους πού
καλλιεργοῦσαν τήν ἀθεϊστική ἰδεολογία. Ἔτσι, τόν δολοφόνησαν, τό ἔτος 1907. Τό
Στρατιωτικό Δικαστήριο τοῦ Καυκάσου καταδίκασε τούς δολοφόνους τοῦ Νεομάρτυρος,
ἀλλά ἡ σύζυγός του Ὄλγα ζήτησε ἀπό τόν γενικό κυβερνήτη νά συγχωρέσει τούς
δολοφόνους τοῦ συζύγου της, ὅπως θά τούς συγχωροῦσε καί ὁ ἴδιος, ἐάν ζοῦσε.
|