Ὁ Ὅσιος
Ματθαῖος ἦταν ἄγνωστος στούς Συναξαριστές καί τά Μηναῖα. Ὁ Μανουήλ Β’
Παλαιολόγος γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 27 Ἰουνίου 1350, καί ἦταν
υἱός τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Ε’ Παλαιολόγου καί τῆς Ἑλένης. Διετέλεσε
αὐτοκράτορας ἀπό τό 1391 μέχρι τό 1425. Ἀπό τόν γάμο του μέ τήν Ἑλένη Δραγάση,
κόρη τοῦ Σέρβου πρίγκηπα Κωνσταντίνου Δραγάση, ἀπέκτησε ἕξι ἀγόρια, δύο ἀπό τά ὁποῖα
ἔγιναν αὐτοκράτορες (Ἰωάννης Η’ καί Κωνσταντῖνος ΙΑ’, ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας
τοῦ Βυζαντίου). Ἡ Ἁγία Ὑπομονή († 29 Μαΐου), κατά κόσμοςν
Ἑλένη Δραγάση, «ἡ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ
αὐγούστα καί αὐτοκρατόρισσα τῶν Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα», ἦταν θυγατέρα τοῦ
Κωνσταντίνου Δραγάση, ἑνός ἀπό τούς πολλούς ἡγεμόνες κληρονόμους τοῦ Σέρβου
βασιλέως Στεφάνου Δουσάν. Στάθηκε ἀντάξια τοῦ φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ
καί ἦταν δίπλα του γιά 35 χρόνια. Ὅλα ὅσα ἀποφάσιζαν γίνονταν μέ συμφωνία,
ὁμόνοια, πνεῦμα Χριστοῦ καί ἀγωνιστική ἁγιότητα. Κατόρθωναν νά τιμοῦν τήν ἀρετή
μέ λόγια καί ἔργα «λόγῳ μέν διδάσκοντας
τό πρακτέον, ἔργῳ δέ γενόμενοι πρότυπα καί εἰκόνες ἐφηρμοσμένης ἀγάπης».
Τό
πέρασμα τοῦ αὐτοκράτορος Μανουήλ ἀπό τίς διάφορες εὐρωπαϊκές πόλεις ἔχει καταγραφεῖ
ἀπό τούς Δυτικούς χρονογράφους τῆς ἐποχῆς, τούς ὁποίους ἐντυπωσίασε ἡ εὐγενής
μορφή, ἡ μόρφωση καί οἱ αὐτοκρατορικοί τρόποι του. Ἦταν στά μάτια τους ὁ
αὐτοκράτορας τῆς Ἀνατολῆς, ὁ ὁποῖος ἀγωνιζόταν ὡς στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ στίς
ἐπάλξεις τῶν μαχῶν κατά τῶν ἀπίστων βαρβάρων. Σημειώνει χαρακτηριστικά ἕνας
χρονογράφος τῆς ἐποχῆς: «Αὐτός ὁ
αὐτοκράτορας περπατοῦσε πάντα συνοδεία τῶν ἀνδρῶν του, πού ἦταν ντυμένοι
ὁμοιόμορφα μέ ἄσπρους μακρεῖς μανδύες, πού ἔμοιαζαν μέ χιτῶνες ἱπποτῶν (…).
Ξυράφι δέν εἶχε ἀγγίξει τό κεφάλι ἤ τά γένεια τῶν κληρικῶν. Οἱ Ἕλληνες αὐτοί
τελοῦσαν μέ ευλάβεια τήν Θεία Λειτουργία, στήν ὁποία συμμετεῖχαν τόσο
στρατιῶτες ὅσο καί ἱερεῖς πού ἔψαλλαν ὅλοι μαζί στήν μητρική τους γλῶσσα, τά
ἑλληνικά. Καί ἀναλογίσθηκα, τί θλιβερό θέαμα εἶναι, αὐτός ὁ μέγας χριστιανός
βασιλέας ἀπό τήν μακρινή Ἀνατολή νά ἀναγκάζεται νά ταξιδεύει στήν Δύση,
ζητώντας βοήθεια ἐνάντια στούς ἄπιστους πού τόν ἀπειλοῦν…».
Μποροῦσε
νά ἡγηθεῖ τῶν στρατευμάτων του σέ μάχη τό ἴδιο εὔκολα, ὅσο μποροῦσε νά
συζητήσει καί νά ἀναλύσει μέ τούς ἐκλεκτότερους λόγιους τῆς ἐποχῆς του τά
λεπτότερα θεολογικά ζητήματα. Ὡς αὐτοκράτορας ἦταν κατά τῆς Ἑνώσεως τῶν
Ἐκκλησιῶν, μένοντας πιστός στίς ὀρθόδοξες πεποιθήσεις του, ἀλλά καί διότι
γνώριζε πολύ καλά ὅτι οἱ ὑπήκοοί του δέν ἐπρόκειτο ποτέ νά ἀποδεχθοῦν τήν
ἕνωση.
Ὁ Μανουήλ
Β’ ἔδωσε ἀνάσα ἐπιβίωσης καί παράταση ζωῆς στό Βυζάντιο, χωρίς βέβαια νά
κατορθώσει νά ἀναστρέψει τό ἀναπόφευκτο τῆς πτώσεως τῆς Πόλης. Κατέλιπε πλούσιο
συγγραφικό ἔργο ἀποτελούμενο ἀπό ἐπιστολές, ποιήματα, βίους Ἁγίων, θεολογικά
καί ρητορικά δοκίμια. Κοιμήθηκε μετά ἀπό ἀσθένεια, τό 1425, ἀφοῦ πρῶτα ἐκάρη
μοναχός, κατά τήν ὑστεροβυζαντινή παράδοση, μέ τό ὄνομα Ματθαῖος.
|