Ὁ Ἅγιος
Παρθένιος γεννήθηκε στό χωριό Βατσουνιά τοῦ νομοῦ Καρδίτσας στίς ἀρχές τοῦ 18ου
αἰῶνος μ.Χ. Ἔζησε τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του καί ἀνδρώθηκε σωματικά καί
ψυχικά στήν περιοχή αὐτή τῶν Θεσσαλικῶν Ἀγράφων, μιά περιοχή πού στά δύσκολα
χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας εἶχε μία σημαντική πνευματική παρουσία. Τό δυσπρόσιτο
τῆς περιοχῆς δημιουργοῦσε στούς ὑπόδουλους ἕνα χῶρο καταφυγῆς, ἐλευθερίας καί
δημιουργίας μακρυά ἀπό τήν ἀφόρητη πίεση τοῦ κατακτητοῦ. Ἡ αὐτονομία τῆς
εὐρύτερης περιοχῆς τῶν Ἀγράφων, πού διοικοῦνταν ἀπό συμβούλιο προκρίτων,
κατοχυρώθηκε μέ τήν συνθήκη τοῦ Ταμασίου, τό 1525, ἐπί σουλτάνου Σουλεϊμάν τοῦ
Μεγαλοπρεποῦς. Ὑπογράφηκε ἀπό τόν ἀρχιστράτηγο τῆς Θεσσαλίας Βεϊλέρ βέη καί
τούς προκρίτους τῆς περιοχῆς. Μέ τήν συνθήκη αὐτή ἐξασφαλιζόταν, ἐπίσης, ἡ
ἐλεύθερη ἐπικοινωνία τῶν πεδινῶν μέ τίς ὀρεινές περιοχές καί ἀπαγορευόταν ἡ
ἐγκατάσταση Τούρκων σ’ αὐτές μέ ἐξαίρεση μόνο τό Φανάρι. Ἡ κάθε κοινότητα εἶχε
τήν ὑποχρέωση νά πληρώνει ἐτήσιο φόρο 50.000 γρόσια.
Οἱ
εὐνοϊκοί αὐτοί ὅροι τῆς συνθήκης τοῦ Ταμασιοῦ εἶχαν σαν ἀποτέλεσμα τήν
κοινωνικοοικονομική καί πολιτιστική ἀνάπτυξη τῆς περιοχῆς σέ ὅλη τή διάρκεια
τῆς Τουρκοκρατίας. Πνευματικούς φάρους – ἀπομεινάρια αὐτῆς τῆς περιόδου
ἀποτελοῦν μέχρι σήμερα τά ἱερά μοναστήρια τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῶν Ἀγράφων.
Οἱ γονεῖς
τοῦ Ἁγίου Παρθενίου, ἁπλοί καί ταπεινοί ἄνθρωποι, ἀνέθρεψαν καί μετέδωσαν στόν
υἱό τους τήν πίστη στόν Χριστό καί τήν ἀγάπη στήν πατρίδα. Κοντά τους ἔμαθε νά
ζεῖ τήν ἁπλοϊκή ζωή τῶν ἀνθρώπων τοῦ μόχθου πού ζοῦσαν καλλιεργώντας τήν γῆ καί
ἐκτρέφοντας ζῶα. Ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ του καί ἀργότερα οἱ μοναχοί τῶν γύρω
μοναστηριῶν, πού μέ εὐλάβεια καί δίψα ψυχῆς ἐπισκεπτόταν ὁ Ἅγιος, τοῦ ἔδωσαν τά
πρῶτα φῶτα, τόν συνέδεσαν πιό πολύ μέ τήν Ἐκκλησία καί τόν μύησαν στήν ὀρθόδοξη
πνευματική ζωή. Ἔτσι ὁ Παρθένιος γίνεται δόκιμος καί ἀργότερα μοναχός σέ
μοναστήρι τῆς περιοχῆς. Ὁ μοναχός Παρθένιος μέ τόν καθημερινό του πνευματικό
ἀγῶνα προσελκύει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, προκόβει στήν πνευματική ζωή, γίνεται
δοχεῖο τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί φωτεινό παράδειγμα γιά ὅλους.
Ἡ ζωή τοῦ
Χριστοῦ γίνεται καί δική του ζωή καί ἡ ἀσκητική πορεία τῶν παλαιῶν πατέρων τῆς
ἐρήμου γίνεται καί δική του πορεία πρός τόν Οὐρανό. Μέ αὐτό τό πνευματικό
ὑπόβαθρο ἀλλά καί μέ τήν σύμφωνη γνώμη τῶν πατέρων τῆς μονῆς ὁ Παρθένιος
χειροτονεῖται διάκονος καί πρεσβύτερος, ἀναλαμβάνοντας τήν διακονία τῶν
μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καί ἀπολαμβάνοντας τήν χάρη τοῦ ὑψηλοῦ ὑπουργήματος τῆς
Ἱερωσύνης. Ἐκτιμώντας τά προσόντα καί τήν ἁγία του ζωή ἡ Ἐκκλησία ἀνέδειξε τόν
Ἅγιο Παρθένιο σέ Ἐπίσκοπο Ραδοβισδίου.
Ἀναλαμβάνοντας
τό μέγιστο αὐτό ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης ὁ Ἅγιος Παρθένιος ἐπιδίδεται τώρα πιό
πολύ στή διακονία τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ ποιμνίου του. Νύχτα καί ἡμέρα
ἀγωνιζόταν γιά τήν πνευματική προκοπή τῶν χριστιανῶν. Μά πιό πολύ τώρα
προσπαθοῦσε ὁ ἴδιος νά γίνεται πρότυπο ἁγίας ζωῆς γιά ὅλους σύμφωνα μέ τόν λόγο
τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τον μαθητή του Τιμόθεο: «Τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀνατροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν
πίστει, ἐν ἁγνείᾳ». Ἡ αὐστηρή νηστεία καί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἦταν τά πιό
ἀγαπημένα του ἀθλήματα, γιατί γνώριζε καλά ὅτι μέ αὐτά – σύμφωνα μέ τόν λόγο
τοῦ Κυρίου – ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται, ἀνακαινίζεται καί φέρνει μέσα στήν καρδιά
του τήν εἰρήνη καί τήν γλυκειά παρουσία Του. Οἱ ἱερές ἀκολουθίες καί ἡ λατρεία
τῆς Ἐκκλησίας ἦταν γιά τόν Ἅγιο ἡ ζωή του. Γι’ αὐτό καί μέ ζῆλο πολύ καί
εὐλάβεια τελοῦσε καθημερινά τά ἅγια Μυστήρια καί ὅλες τίς Ἀκολουθίες τῆς
Ἐκκλησίας μας τόσο, ὥστε γλυκά νά τόν ἀποκαλεῖ ὁ σκευοφύλακας τῆς μονῆς
Δουσίκου Χατζη-Γεράσιμος, «ἀσκητάκο», ἀφοῦ στό πρόσωπο τοῦ ταπεινοῦ Παρθενίου
ἔλαμπαν ἡ ἁπλοτητα, ἡ ταπείνωση, ἡ ἐπιείκια, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά καί ἡ χάρη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Ἀγαποῦσε τόν Θεό καί αὐτή ἡ ἀγάπη ξεχείλιζε ὄχι μόνο στούς
ἀνθρώπους, ἀλλά καί τίν κτίση ὁλόκληρη καί εἰδικά στά ἀγαπημένα του ζωντανά «τά
εὐλογημένα», ὅπως ὁ ἴδιος συνήθιζε νά τά ὀνομάζει. Ἀρκετές ὧρες τῆς ἡμέρας
περνοῦσε κοντά στά κοπάδια τῶν ἀγελαδικῶν τοῦ χωριοῦ. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι
κατά τούς θερινούς μῆνες ἔβγαινε ἔξω ἀπό τό χωριό Βελεντζικό Ἄρτης – ὅπου ἦταν
τότε ἡ ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς – στήν θέση Μπέσελο, στήν ὁποία περνοῦσαν τά κοπάδια,
γιά νά ποτισθοῦν. Ἐκεῖ καθισμένος σ’ ἕνα ξύλινο κρεβάτι κάτω ἀπό τόν ἴσκιο τῶν
ἐλατιῶν τά παρακολουθοῦσε, τά εὐλογοῦσε καί προσευχόταν γι’ αὐτά καί τούς
κατόχους τους. Γι’ αὐτό καί μετά θάνατον ὁ Θεός τόν τίμησε μέ τό χάρισμα τῆς
θαυματουργίας κατά τῶν νοσημάτων τῶν ζώων καί ἰδίως τῶν ἀγελαδικῶν.
Τό
κήρυγμα τοῦ Ἁγίου εἶχε δύο στόχους: Πρῶτον, νά τονώσει τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων
στόν Θεό καί νά τούς κατευθύνει στήν βασιλεία του τήν Οὐράνια καί, δεύτερον, νά
διαφυλάξει ἀκέραιη καί ἀνόθευτη τήν ταυτότητα τοῦ βασανισμένου Ρωμιοῦ, τόν
Ἑλληνισμό δηλαδή καί τήν Ὀρθοδοξία. Συνεργάζεται γι’ αὐτό μέ τούς καπεταναίους
τοῦ φημισμένου ἁρματολικιοῦ τῶν Ραδοβιζίων καί μέ τούς μοναχούς καί λόγιους τῆς
περιοχῆς γιά τήν παιδεία καί τήν ἀνάπτυξη τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Γίνεται
ἔτσι ὁ πνευματικός πατέρας καί διδάσκαλος τῆς περιοχῆς πού στηρίζει καί δίνει
φτερά στίς ψυχές τῶν Ἑλλήνων νά δώσουν ἀκόμα καί τό αἷμα τους, ὅταν θά ἐρχόταν
ἡ ὥρα τοῦ ξεσηκωμοῦ.
Κατά τήν
παράδοση, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός περνώντας ἀπό τήν περιοχή αὐτή συναντήθηκε
μέ τόν Ἅγιο Παρθένιο, συζήτησαν τά προβλήματα τῶν ὑποδούλων καί μαζί
ἐπισκέφθηκαν τό μοναστήρι τῆς Ροβέλιστας, ἕναν ἀπό τούς λαμπρούς πνευματικούς
φάρους ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα. Γιά τήν δράση του αὐτή τό μοναστήρι
καταστράφηκε ἀπό τούς Τούρκους πολλές φορές καί χάθηκε ἡ πλούσια βιβλιοθήκη
του.
Ἡ ὅλη ζωή
καί παρουσία τοῦ Ἁγίου Παρθενίου καί οἱ σθεναροί του ἀγῶνες ὑπέρ πίστεως καί
πατρίδος δέν ἄφησαν ἀνενόχλητο τόν κατακτητή. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος σύμφωνα μέ
μιά παράδοση τιμωρήθηκε, καταδικάσθηκε καί ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο. Σύμφωνα,
ὅμως, μέ ἄλλη παράδοση κοιμήθηκε ὁσίως
μέ εἰρήνη, τό 1777, καί ἐνταφιάσθηκε πίσω ἀπό τό ἱερό Βῆμα τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων
Ἀναργύρων Βελεντζικοῦ. Ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε στίς 21 Ἰουλίου 1810.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ
προκατάλαβε
Ἀμέμπτως
ἐβίωσας, ἐν ταπεινώσει πολλή, Παρθένιε Ὅσιε καί θεϊκῶν δωρεῶν, ἀξίως
μετέσχηκας. Ὅθεν σου τήν ἁγίαν, προσπτυσσόμενοι Κάραν, λαμβάνομεν θεραπείας,
καί ψυχῶν σωτηρίαν διό σέ Ἱεράρχα, ὕμνοις γεραίρομεν.
|