Ὁ Ἅγιος
Μενέλαος γεννήθηκε στήν Πρεσινιέ τῆς Γαλλίας περί τό 700 μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό
πολύ ἐπιφανή ἀριστοκρατική οἰκογένεια. Ἤδη ἀπό πολύ μικρός ὁ Ἅγιος, προμηνοῦσε
ὅτι θά ἀκολουθοῦσε τό δρόμο ὅπου ἔδειξε ὁ Ἰησοῦς. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα πολλά
ἐμπόδια, δυσκολίες καί προκλήσεις καθώς ὁ πατέρας του, ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε σέ
ὤριμη ἡλικία, τόν πίεζε νά πάρει τήν ἐπίσημη κοινωνική του θέση, ὡς πρίγκηπας
πού ἦταν καί νά νυμφευθεῖ μία γαλαζοαίματη. Ὁ νεαρός Μενέλαος ἀπάντησε θαρρετᾶ
πώς δέν ἤθελε ποτέ του νά παντρευθεῖ καί λόγω τῶν συνεχῶν διαμαχῶν μέ τόν
πατέρα του, ἀναγκάσθηκε μέ σπαραγμὸ καρδίας νά ὑποκύψει στά κοσμικὰ σχέδιά του.
Μετά ἀπό
ἔντονη προσευχή καί γιά νά μήν πέσει σέ ἀνέντιμη πτώση συμβουλεύθηκε δύο ἀπό
τούς πιό στενούς καί ἔμπιστους φίλους του, τόν Σαββινῖνο καί τόν Κώνστα καί
ἀποτολμοῦν καί οἱ τρεῖς μαζί καί φεύγουν ἀπό τόν πατρικό ζυγό. Καθοδηγούμενοι
ἀπό τήν Θεία Πρόνοια ἐγκαταλείπουν τήν πόλη τους καί φτάνουν στό ἐρειπωμένο,
ἀρχαῖο καί ξακουστό μοναστήρι τοῦ Μενᾶ ἢ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.
Ἀφοῦ
εἶχαν ἐγκατασταθεῖ γιά τά καλά στόν ἡσυχαστικό τόπο, μία ἡμέρα δέχθηκαν τήν
ἐπίσκεψη ἑνός νέου μοναχοῦ, τοῦ Θεοφρίτου πού τούς πρότεινε νά πάνε καί νά
τεθοῦν κάτω ἀπὸ τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Εὔδου. Ἔτσι ἐντάχθηκαν στή
συνοδεία του.
Μετά ἀπό
ἀρκετό καιρό οἱ παιδαριογέροντες ἡσυχαστές μας εἶχαν ἀποκτήσει μεγάλη φήμη καί
ἔφτασε τόσο μακριά πού μία ἡμέρα ἔφθασαν πρό τῶν πυλῶν τῆς μονῆς ἡ μητέρα του,
ἡ ἀδελφή της καἰ ἡ τέως μνηστή του. Ἀρχικά ὁ Ἅγιος πίστευε ὅτι ἦλθαν γιά νά τοῦ
ἀλλάξουν γνώμη ἀλλά, ὦ τῶν ἀπείρων σου Θαυμάτων Χριστέ, τοῦ ζήτησαν μέ πόθο νά
τίς ὁδηγήσει στήν ἔνθεη ζωή τοῦ Χριστοῦ καί νά τίς χειροθετίσει μοναχές.
Μετά ἀπό
τό παραπάνω περιστατικό οἱ ἡμέρες καί τά χρόνια τοῦ Ὁσίου Μενελάου κυλοῦσαν «ἐν
εἰρήνῃ». Ἕνας μεγάλος ἀριθμός ὑποτακτικῶν δοκίμων μοναχῶν ἦλθαν καί ὑποτάχθηκαν
κοντά του, ποθοῦντες τήν ὁδόν τῆς ἡσυχαστικῆς ἀσκήσεως. Τὀ μικρό καί ἐρειπωμένο
μοναστήρι, ἀναπαλαιώθηκε καί στήν θέση του ὑπάρχει τό θεόρατο Ἀββαεῖον – Λαύρα
πού θά πάρει τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου καθώς θεωρεῖται δεύτερος κτήτορας καί
ἀνακαινιστής του.
Ὁ Ἅγιος
προεῖδε τό τέλος του νά βρίσκεται ἐπί θύρας. Ἔτσι προετοίμασε μέ ἱερές
συμβουλές τούς ἀδελφούς καί πατέρες τῆς μονῆς καί ἀφοῦ πρότεινε τόν διάδοχό
του, ἀναχώρησε σέ λίγες ἡμέρες γιά τόν λατρευτό του Νυμφίο Χριστό.
Ὁ Ἅγιος
Μενέλαος, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔκανε πολλά θαύματα ἐνόσω βρισκόταν ἀκόμη στή
ζωή:
Ἕνας
ἄνθρωπος πού τόν ἔλεγαν Ροβέρτο, καί καταγόταν ἀπό τήν Turonius, πού ὑπέφερε ἀπό ἄσχημη
παραλυσία, πῆγε στήν Θεία Λειτουργία πού ἔκανε ὁ Ὅσιος Μενέλαος ὡς ἀγρυπνία,
τόν ἐσταύρωσε, τόν κοινώνησε καί ἔγινε ἐντελῶς καλά καί περπάτησε.
Μία
γυναίκα πού εἶχε χάσει τό φῶς της, γεννημένη στό Carantonio ὅπου τιμοῦσε ἰδιαίτερα τήν
Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἦλθε καί αὐτή ὡς προσκυνήτρια σέ μία Ἀκολουθία καί μόλις
συνάντησε τόν Ἅγιο, ἀμέσως εἶδε.
Ἕνας
ἄνδρας τυφλός ἐκ γενετῆς, ὀνόματι Karaldis, εὐγενής ἀπό τό Παρίσι, συνάντησε τόν Γέροντα, ὁ
ὁποῖος ἐποίησε πηλόν ἀπό τό ἁγίασμα τῆς μονῆς, τόν ἐσταύρωσε ἐν ὀνόματι τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί, ὦ τοῦ θαύματος, ἄρχισε νά βλέπει καί νά δοξάζει
τόν Θεὸ, ὡς ὁ τυφλὸς τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἕνα παιδί
πού τό συνάντησε πεθαμένο, τό εἶδε μέ τόσην ἀγαπητική δύναμη καί συμπάθεια, πού
μέ τήν πύρινη ἰκετηρία του πρός τόν Κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, «ὁ τόν θάνατον σκυλεύσας», τόν ἐπανέφερε
πίσω στή ζωή.
Ἔχοντας
ὡς ὑπόδειγμα τόν θαυμαστόν πνευματικόν του προστάτη, Ὅσιο Βενέδικτο, ἐξέβαλε
δαιμόνιον μό μόνον ἕνα ράπισμα.
|