Ὁ Ἅγιος
Φωκᾶς ἔζησε καί μαρτύρησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ (98 – 117
μ.Χ.). Ἐπειδή ἦταν χριστιανός, συνελήφθη
καί ὁδηγήθηκε στόν ἔπαρχο Ἀφρικανό. Ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου ὁμολόγησε ὅτι πιστεύει
στόν Ἕναν καί μόνο Ἀληθινό Θεό. Ὕστερα ἀπό αὐτή τήν ὁμολογία, ὁ Ἀφρικανός
ἄρχισε να καθυβρίζει τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου καί χτύπησε τόν Ἅγιο. Τότε ἔγινε ἕνας
τρομερός σεισμός. Ὁ ἔπαρχος ἔπεσε κάτω καί μαζί μέ τούς στρατιῶτες του
κείτονταν νεκροί. Τότε ὁ Ἅγιος, μετά ἀπό παράκληση τῆς γυναίκας του, ἀνέστησε
τόν ἔπαρχο. Κατόπιν ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες τόν ὁδήγησαν στόν αὐτοκράτορα. Ἀλλά
καί μπροστά σ’ αὐτόν ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ὁμολόγησε μέ ἀνδρεία τήν πίστη του στόν Θεό.
Ἀμέσως ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νά ἀρχίσουν τά βασανιστήρια. Πρῶτα τόν κρέμασαν
ἀπό ἕνα ξῦλο καί τοῦ ἔσκισαν τό σῶμα μέ σιδερένια νύχια καί μετά τόν ἔριξαν
μέσα σέ ἕναν λάκο μέ ἀσβέστη. Τέλος, τόν ἔβαλαν σέ ἕνα λουτρό μέ καυτό νερό.
Ἐκεῖ, μετά ἀπό θερμή προσευχή, ὁ Ἅγιος Φωκᾶς παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Κύριο.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας
πίστεως.
Φῶς
ἐκλάμπουσα, τῶν ἰαμάτων, κόσμῳ δέδεικται, τῶν σῶν λειψάνων, Ἱερομάρτυς ἡ θήκη ἡ
ἔνθεος· ἧς τήν σεπτήν κομιδήν ἑορτάζοντες, ἁγιασμόν ἀληθῆ κομιζόμεθα. Φωκᾶ ἔνδοξε,
Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς
ἀπαρχᾶς τῆς φύσεως.
Ὡς
θησαυρόν ἀνέκλειπτον, τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων τήν
λάρνακα, περικυκλοῦντες ἔνδοξε, ψυχικῶν νοσημάτων, καί παντοίων παθῶν ἰάσεις λαμβάνομεν,
Φωκᾶ ἀνευφημοῦντες, τά θεῖα σου κατορθώματα.
Μεγαλυνάριον.
Βρύει
τοῖς ἐν κόσμῳ ποταμηδόν, ἐκ πηγῶν ἀΰλων, σβτηρίους ἐπιρροάς, ἡ σεπτή σου θήκη,
Φωκᾶ Ἱερομάρτυς, ἐξ ὧν ἀεί ἀντλοῦντες, σέ μεγαλύνομεν.
|