Ἡ Ὁσία
Πελαγία γεννήθηκε, περί τό 1752, στό χωριό Κάμπος τῆς Τήνου ἀπό φτωχούς καί
εὐσεβεῖς γονεῖς καί ὀνομαζόταν Λουκία. Ἐπηρεασμένη ἀπό τό ἐκκλησιαστικό
οἰκογενειακό περιβάλλον, τό ὁποῖο καλλιεργοῦσε ὁ ἱερέας πατέρας της Νικηφόρος
Νεγρεπόντης, καί ἀφοῦ κατηχήθηκε κατάλληλα ἀπό τήν θεία τῆς μητέρας της, τήν
εὐσεβή μοναχή Πελαγία Φραγκούλη, σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο
καί εἰσῆλθε στήν μονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Κεχροβούνιο, ὡς δόκιμος.
Καθοδηγουμενη ἀπό τήν θεία μοναχή της, τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν φιλομάθειά
της, ἀφιερώνοντας τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἡμέρας στήν κοινή λατρεία στό ναό,
στήν ἀτομική προσευχή στό κελί της καί στήν μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων.
Διερχόμενη ἐπαξίως τό στάδιο τῆς δοκιμασίας, ἔγινε μοναχή καί ἔλαβε τό ὄνομα
Πελαγία.
Τον
Ἰούλιο τοῦ 1822, σέ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν, ἀποκαμωμένη ἀπό τήν πολλή προσευχή,
ἀποκοιμήθηκε. Τότε ἐμφανίσθηκε σέ αὐτή, σέ ὅραμα, γυναίκα μεγαλοπρεπής πού
ἔλαμπε περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο, ἡ ὁποία την διέταξε νά πεῖ στόν ἐπίτροπο ἐπί
τῶν ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων τῆς μονῆς, Σταμέλλο Καγκάδη, τήν θέλησή της νά
ἀποκαλύψει τό κατερειπωμένο καί καταχωμένο μέγαρό της στόν ἀγρό τοῦ Ἀντωνίου
Δοξαρᾶ, νά ἐπιβλέψει δέ ὁ ἴδιος στήν ἀνέγερση ἑνός νέου ναοῦ. Ὅταν ξύπνησε
ταραγμένη ἡ Πελαγία καί ὑποπτεύθηκε μήπως τό ὅραμα αὐτό ἦταν ἔργο τοῦ σατανᾶ,
ἀπέκρυψε τό συμβάν. Τήν ἑπομένη ὅμως, Κυριακή 16 Ἰουλίου, ἐμφανίσθηκε ἐκ νέου
τό ἴδιο ὅραμα καί ἐπαναλήφθηκε καί πάλι ἡ ἴδια διαταγή. Ἀλλά καί πάλι ἡ
Πελαγία, βασανιζόμενη ἀπό τήν ἀμφιβολία, δίσταζε νά ἐκτελέσει τήν ἐντολή.
Ὁπότε,
τήν ἑπόμενη Κυριακή 23 Ἰουλίου, ἐμφανίσθηκε γιά τρίτη φορά τό ὅραμα καί σέ
ἔντονο πλέον ὕφος διέταξε τήν Πελαγία νά ἐκτελέσει τήν ἐντολή πού τῆς δίδεται,
διαφορετικά αὐτή θά διαγραφόταν ἀπό τό βιβλίο τῆς ζωῆς. Τότε ἡ Πελαγία, ἀφοῦ
ἀναθάρρησε, ρώτησε τήν ἄγνωστη ποια ἦταν, καί ἐκείνη ἀποκρίθηκε ὅτι ὀνομαζόταν
«Εὐαγγελίζου γῆ χαράν μεγάλην, αἰνεῖτε
οὐρανοί Θεοῦ δόξαν». Ἀπό τό ὄνομα αὐτό, ἡ Πελαγία πείσθηκε ὅτι ἡ ἄγνωστη
ἦταν ἡ Θεοτόκος, γεμάτη δέ χαρά καί θεία ἀγαλλίαση ἔσπευσε καί γνωστοποίησε τό
συμβάν πρός τήν ἡγουμένη Μελανθία, ἡ ὁποία, γνωρίζοντας τήν ὁσιότητα τῆς
Πελαγίας, τήν προέτρεψε, τό ταχύτερο νά ἐκτελέσει τήν ἐντολή πού ἀνατέθηκε σέ
αὐτήν. Ἔτσι, τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἡ Πελαγία μετέβη στό χωριό Καρυά καί διηγήθηκε
στόν Καγκάδη πού ζοῦσε ἐκεῖ, ὅσα συνέβησαν. Αὐτός παρέπεμψε τήν Πελαγία πρός
τόν Μητροπολίτη Τήνου Γαβριήλ, πού βρισκόταν στό ἴδιο μέρος, ὁ ὁποῖος
γνωρίζωντας τήν θεοσέβεια καί τήν ἀρετή τῆς Πελαγίας, ἀφοῦ μέ προσοχή ἄκουσε
αὐτή, κατέβηκε στήν πόλη, συγκέντρωσε μέ κωδωνοκρουσίες τούς κατοίκους,
ἀνακοίνωσε τό ὅραμα τῆς Πελαγίας, καί τούς προέτρεψε νά βοηθήσουν μέ χρηματικές
εἰσφορές καί μέ προσωπική ἐργασία γιά τήν ἀνεύρεση τοῦ ναοῦ καί τῆς ἁγίας
εἰκόνος τῆς Θεοτόκου. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ ἔσπευσαν πρόθυμα στήν
πρόσκληση τοῦ Ἱεράρχου τους καί ὅλοι μαζί προσέφεραν ὅ,τι μποροῦσε ὁ καθένας.
Ἔτσι με τό συγκεντρωμένο χρηματικό ποσό ἄρχισαν οἱ ἐργασίες τῶν ἀνασκαφῶν, μέ
ἀποτέλεσμα κατ’ ἀρχάς τήν ἀποκάλυψη ἀρχαίου ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου του
Προδρόμου καί στίς 30 Ἰανουαρίου, κατόπιν νέου ὁράματος τῆς Πελαγίας, πού
προσδιόριζε τήν ἀκριβῆ θέση τῆς εἰκόνος, τήν ἀνεύρεση αὐτῆς, μέσα στό δάπεδο
τοῦ ἀποκαλυφθέντος ναοῦ.
Ἡ
Πελαγία, γεμάτη χαρά καί ἱκανοποίηση, διότι ἔτυχε τῆς ὕψιστης αὐτῆς τιμῆς καί
χάρης ἀπό τήν Θεοτόκο, γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς ἱερᾶς αὐτῆς εἰκόνος, συνέχισε τόν
ὅσιο βίο της στή μονή, παρέχοντας συνάμα στούς πιστούς τίς θεῖες δωρεές, ἀφοῦ
προικίσθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τήν χάρη τῆς παροχῆς αὐτῶν. Ἔτσι, ζώντας μέ ὅσιο καί
θεοφιλή τρόπο, στίς 28 Ἀπριλίου 1834, σέ ἡλικία 82 ἐτῶν, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη
καί ἐνταφιάσθηκε στόν Ταξιάρχη, τό κοιμητήριο τῆς μονῆς. Ἀργότερα, ἀφοῦ
ἀνακομίσθηκαν τά ἱερά λείψανά της, ἡ ἁγία της κάρα, γιά νά μην μεταφερθεῖ στό
ναό τῆς Εὐαγγελιστρίας, ὅπως ζητοῦσε ἡ ἐπιτροπή πού διοικοῦσε τό ἱερό Ἵδρυμα,
ἀπεκρύβη μέσα στήν κρύπτη, πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα πού βρισκόταν στό ναΰδριο
τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἔκτοτε, ἡ κρύπτη παρέμεινε ἄγνωστη μέχρι τίς 8 Ὀκτωβρίου
1949, ὅταν κατά τήν γενόμενη ἀνακαίνιση τοῦ ναϋδρίου, ἀποκαλύφθηκε αὐτή καί
βρέθηκε μέσα σέ αὐτή ἡ τίμια κάρα τῆς Πελαγίας, ἀναπέμποντας ἄρρητη εὐωδία.
Σήμερα φυλάσσεται στό κελλί της, στό ὁποῖο ἡ Ὁσία διῆλθε τόν βίο της,
παρέχοντας τίς θαυματουργίες της στούς πιστούς πού προσέρχονται σέ αὐτήν. Μέ
τήν ὑπ’ ἀρ. 803/11-9-1970 Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
ἀνακηρύχθηκε ἡ Πελαγία Ἁγία τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὁρίσθηκε νά ἑορτάζεται ἡ
μνήμη της στίς 23 Ἰουλίου, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁραματίσθηκε τήν Θεοτόκο, ἡ
ὁποία ὑπέδειξε σέ αὐτήν τόν τόπο τοῦ παλαιοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ, ὅπου κάτω ἀπό
τά ἐρείπιά του βρισκόταν ἡ ἱερά εἰκόνα της.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχύ
προκατάλαβε.
Ἀμέμτπως
ἐβίωσας ἐν ἐγκράτειᾳ πολλῇ, καί κόποις ἀσκήσεως, καί ἐν ἀγάπῃ θερμῇ, Πελαγία
θεόληπτε· ὅθεν τήν Θεοτόκον, ἐπαλλήλως κατεῖδες, μηνύουσάν σοι Εἰκόνος, τήν
ἀνεύρεσιν ταύτης· ᾗ πρέσβευε Ὁσία, ὑπέρ τῶν τιμώντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορός
Ἀγγελικός.
Ζωήν
θεοφιλῆ, διανύσασα Μῆτερ, ἀσκήσει ἀρετῶν, καί ἠθῶν εὐκοσμίᾳ, θεράπαινα πεφήνας,
τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος. Ὅθεν χαίρουσα, Κεχροβουνίου ἡ Μάνδρα, μακαρίζει σε, ὦ
Πελαγία θεόφρον, τιμῶσα τήν Κάραν σου.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν
Πελαγία εὗρες πολλήν, τῇ σῇ ἐναρέτῳ, καί ἁγίᾳ Μήτερ ζωῇ, τῆς Ἁγνῆς Παρθένου,
διάκονος φανεῖσα, ᾗ πρέσβευε Ὁσία, ὑπέρ τῆς ποίμνης σου.
|