Ὁ Ὅσιος
Μακάριος, πού συνέδεσε τόν μοναχικό του βίο μέ τίς περιοχές Ζελτοβόδ καί
Οὔνζχα, γεννήθηκε τό ἔτος 1349, στή Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ ἀπό εὐσεβῆ οἰκογένεια
καί βαπτίσθηκε στόν ἐνοριακό ναό τῶν Ἁγίων Μυροφόρων. Τό κοσμικό του ὄνομα
εἶναι ἄγνωστο. Σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἐγκατέλειψε τό σπίτι τῶν γονέων του
ἀκολουθώντας τόν μοναχικό βίο στό μοναστήρι τῆς Θείας Ἀναλήψεως Νίζνϊυ –
Νόβγκοροντ τῶν Σπηλαίων, ὅταν ἡγούμενος ἦταν ὁ Ὅσιος Διονύσιος († 26
Ἰουνίου). Μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς νεανικῆς του ψυχῆς, ὁ Μακάριος ἀφοσιώθηκε στό
ἔργο τῆς σωτηρίας. Κίνησε τό ἐνδιαφέρον τῶν μοναχῶν λόγῳ τῆς αὐστηρᾶς νηστείας καί
τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν μοναστηριακῶν Κανόνων. Μετά τήν παρέλευση τριῶν ἐτῶν
οἱ γονεῖς του ἔμαθαν ποῦ εἶχε πάει. Ὁ πατέρας του τόν ἐπισκέφθηκε καί μέ δάκρυα
στά μάτια ἱκέτευε τόν Μακάριο νά βγεῖ καί νά τόν δεῖ. Ὁ Μακάριος μίλησε στόν
πατέρα του πίσω ἀπό τόν τοῖχο τῆς μονῆς, λέγοντάς του ὅτι θά τόν δεῖ στήν ζωή
πού ἔρχεται. «Τουλάχιστον δῶσε μου τό χέρι σου», εἶπε λυπημένος ὁ πατέρας του.
Ὁ Μακάριος ἀνταποκρίθηκε στό αἴτημά του καί, ἀφοῦ ἁσπάσθηκε τό ἁπλωμένο χέρι
τοῦ υἱοῦ του, ὁ πατέρας ἐπέστρεψε στό σπίτι. Διαπιστώνοντας ὁ Ὅσιος ὅτι ἡ φήμη
του εἶναι ἕνα βάρος καί δυσαρεστημένος ἀπό τούς πολλούς ἀνθρώπους πού τόν
ἐπισκέπτονταν, ὁ ταπεινός Μακάριος μετακόμισε στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βόλγα.
Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σέ ἀσκητικούς ἀγῶνες κοντά σέ ἕνα μέρος πού ὀνομάζεται Κίτρινα
Νερά, ὅπου μέ τήν σταθερή ἀποφασιστικότητα καί ὑπομονή του πολεμοῦσε τίς
μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου. Γύρω του συγκεντρώθηκαν σιγά σιγά καί ἄλλοι πατέρες.
Ἔτσι ἱδρύει, τό 1435, τό μοναστήρι Unzha Makariev ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Τριάδα. Ὁδηγήθηκε ἐκεῖ ἀπό
τόν μεγάλο πρίσκηπα Βασίλειο Β’ τῆς Μόσχας, τόν ἐπιλεγόμενο Σκοτεινό, ὁ ὁποῖος
ἔζησε γιά ἀρκετό καιρό στό μοναστήρι κατά τήν διάρκεια τῶν ἀγώνων του μέ τόν
πρίγκηπα Δημήτριο Σεμιάκα.
Ἐκεῖ
κοντά ὑπῆρχε μία λίμνη καί ὁ Ὅσιος βάπτισε μερικούς ντόπιους Φιλανδούς
κατοίκους σέ αὐτήν, φωτίζοντάς τους μέ τό φῶς τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄρχισε
νά κηρύττει τόν Χριστό στούς γύρω λαούς Χερέμης καί Τσουβάς καί βάπτισε πολλούς
μωαμεθανούς καί εἰδωλολάτρες.
Οἱ
Τάταροι τοῦ Καζάν κατέστρεψαν τό μοναστήρι, τό 1439, καί πῆραν αἰχμάλωτο τόν
Ὅσιο Μακάριο. Ἀπό σεβασμό γιά τήν εὐσέβεια καί τήν φιλανθρωπία του, ὁ Χάν τόν
ἐλευθέρωσε ἀπό τήν αἰχμαλωσία καί ἀπελευθέρωσε σχεδόν 400 χριστιανούς μαζί του.
Σέ ἀντάλλαγμα, ὁ Ὅσιος ὑποσχέθηκε νά μην ἐγκατασταθεῖ στά Κίτρινα Νερά.
Ἐπιστρέφοντας
στήν πατρίδα, ἔκτισε κελλιά καί ἀνήγειρε μονή στίς ὄχθες τῆς λίμνης Οὔνζχα.
Ἐκεῖ, μετά ἀπό ἀσθένεια, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ σέ ἡλικία 95 ἐτῶν. Ἡ μνήμη τοῦ
Ὁσίου Μακαρίου τιμᾶται καί στίς 12 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν
λειψάνων του.
|