Ὁ
εὐλογημένος ἀπό τόν Θεό Ἅγιος Νικόλαος, ὁ διά Χριστόν σαλός, γεννήθηκε στό
Νόβγκοροντ τῆς Ρωσσίας ἀπό πλούσια καί ἐπιφανῆ οἰκογένεια. Ἦταν εὐσεβής,
φιλακόλουθος, ἐνάρετος καί ἀγαποῦσε τήν προσευχή καί τήν νηστεία. Βλέποντας οἱ
ἄνθρωποι τήν εὐλάβειά του, ἄρχισαν νά τόν ἐπαινοῦν. Ὁ Νικόλαος, περιφρονώντας
τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, τήν ματαιοδοξία καί τήν κενοδοξία, ἀποφάσισε νά
ἀκολουθήσει τήν δύσκολη ὁδό τῆς σαλότητας. Ἔτρεχε στήν πόλη μέσα στό τσουχτερό
κρύο τοῦ ρωσσικοῦ χειμῶνα ντυμένος μέ κουρέλια, ὑπομένοντας ξυλοδαρμούς,
προσβολές καί χλευασμούς. Κάποτε βαδίζοντας κατά μῆκος τοῦ ποτεμοῦ Βόλχοφ σαν
νά περπατοῦσε στήν στεριά, ἔριξε ἕνα λάχανο στόν συνασκητή του Θεόδωρο, πού
ἦταν καί αὐτός διά Χριστόν σαλός, καί οἱ ἄνθρωποι τόν περιέπαιζαν ἀποκαλώντας
τον μέ τό λογοπαίγνιο «Κοτσάνωφ», δηλαδή «κεφαλή λάχανου».
Ἐπειδή ἡ
διά Χριστόν σαλότητα εἶναι χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατανοεῖται μέ τήν
φώτισή Του. Ἡ διά Χριστόν σαλότητα καί ἡ σαλότητα ἐξωτερικά δέν διαφέρουν, γι’
αὐτό καί ἡ διάκρισή τους γίνεται σέ ὅσους μποροῦν νά διακρίνουν, μέσα ἀπό τά
λόγια καί τά ἔργα τοῦ σαλοῦ, τήν παρουσία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ πράξη αὐτή
τοῦ Νικολάου δείχνει ὅτι αὐτός ὁ δρόμος τῆς ἀσκήσεως μέσα ἀπό τήν σαλότητα ἦταν
κλήση ἀπό τόν Θεό καί ὄχι μόνο προσωπική ἐπιλογή. Ἦταν εἰδικό χάρισμα πού
δινόταν σέ ὁρισμένους γιά συγκεκριμένο λόγο, σέ συγκεκριμένη κοινωνία. Συνήθως
ἡ κοινωνία ἦταν ἐκκοσμικευμένη
χριστιανικά, εἶχε χάσει τό ἀληθινό νόημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί
ζοῦσε τό τυπικό, τό ἐπιφανειακό, τό κίβδηλο.
Ὁ Ἅγιος
Νικόλαος, μέσα ἀπό τήν σαλότητά του στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνέπαιζε στήν
πραγματικότητα τόν διάβολο καί τό κοσμικό φρόνημα. Εἰσερχόμενος ἔτσι στόν
παραλογισμό τοῦ διαβόλου καί τοῦ κόσμου καί ζώντας ὡς παράλογος – σαλός, εἶναι
ὡς νά εἰσέρχεται στόν χῶρο του, γιά νά τόν διαλύσει «εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ». Γι’
αὐτό καί ὁ Κύριος, γιά τήν ταπείνωση καί τήν ὑπομονή του, τόν ἐδόξασε μέ τό
προορατικό χάρισμα καί αὐτό τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος
Νικόλαος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1392. Τό ἱερό σκήνωμά του ἀναπαύεται σέ κρύπτη
τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὁ ὁποῖος οἰκοδομήθηκε στόν τόπο τῆς ταφῆς του.
|