Ὁ Ἅγιος
Βίκτωρ, Ἐπίσκοπος Ρώμης, ἀρχιεράτευσε ἀπό τό 189 ὥς τό 199 μ.Χ., ἐπί
αὐτοκρατόρων Κομμόδου (180 – 192 μ.Χ.), Περτίνακα (193 μ.Χ.), Δίδιου Ἰουλιανοῦ
(193 μ.Χ.), Πεσκήνιου Νίγηρα (193 – 194 μ.Χ.), Σεπτιμίου Σεβήρου Α’ (193 μ.Χ.),
Δέκιμου Κλαυδίου Ἀλβίνου (193 – 197 μ.Χ.) καί Σεπτιμίου Σεβήρου Β’ τοῦ
Ἀφρικανοῦ (193 – 211 μ.Χ.). Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος ἀναφέρει γιά τήν ἀνάληψη τῆς
ἀρχιερατείας του: «δεκάτῳ γέ μήν τῆς
Κομόδου βασιλείας ἔτει δέκα πρός τρισίν ἔτεσιν τήν ἐπισκοπήν λελειτουργικότητα
Ἐλεύθερον διαδέχεται Βίκτωρ».
Στόν
λειτουργικό τομέα τό θέμα τῆς ἐποχῆς ἦταν ὁ καθορισμός τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα,
θέμα πού εἶχε ἀπασχολήσει ἐπί μακρόν τούς Ἐπισκόπους Ρώμης, Ἁγίους Ἀνίκητο καί
Εὐσέβειο. Γιά τό ζήτημα τοῦ καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα ἔστειλε στόν Ἅγιο Βίκτωρα
σχετική ἐπιστολή ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ἐφέσου Πολυκράτης ἐκφράζοντας τήν ἐκεῖ
πρακτική λέγοντας: «τῶν δέ ἐπί τῆς Ἀσίας
ἐπισκόπων τό πάλαι πρότερον αὐτοῖς παραδοθέν διαφυλάττειν ἔθος χρῆναι
διϊσχυριζομένων ἡγεῖτο Πολυκράτης· ὅς καί αὐτός ἐν ᾗ πρός Βίκτωρα καί τήν
Ρωμαίων ἐκκλησίαν διετυπώσατο γραφῇ τήν εἰς αὐτόν ἐλθοῦσαν παράδοσιν ἐκτίθεται…
οὗτοι πάντες ἐτήρησαν τήν ἡμέραν τῆς τεσσαρεσκαιδεκάτης τοῦ πάσχα κατά τό
εὐαγγέλιον».
Ἡ
Ἐκκλησία στήν Μικρά Ἀσία, ἀκολουθώντας μία παράδοση πού ἀναγόταν στόν
Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ἑόρταζε τό χριστιανικό Πάσχα κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐαρινῆς
πανσελήνου, ἄσχετα ἀπό τό ἄν ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦταν Κυριακή ἤ καθημερινή. Ἡ
ὑπόλοιπη Ἐκκλησία στήν Ἀνατολή καί στήν Δύση ἑόρταζε τό Πάσχα κατά τήν Κυριακή
πού ἀκολουθοῦσε τήν ἐαρινή πανσέληνο. Ἡ Ἐκκλησία στήν Ρώμη εἶχε χριστιανούς πού
ζοῦσαν μόνιμα ἤ ἦταν ἐπισκέπτες ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ
χριστιανοί ἀπό τήν Μικρά Ἀσία ἑόρταζαν στήν Ρώμη τό Πάσχα σύμφωνα μέ τήν δική
τους μικρασιατική παράδοση. Αὐτό δημιουργοῦσε δυσαρμονία στήν λειτουργική ζωή
τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Φαίνεται ὅτι ὁ Βίκτωρ ἔστειλε γράμματα στούς
Μητροπολίτες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ζητώντας τους νά συγκαλέσουν τοπικές Συνόδους,
γιά νά συζητήσουν τόν καθορισμό κατάλληλης ἡμέρας γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα.
Τότε συνῆλθαν τοπικές Σύνοδοι στήν Παλαιστίνη, στήν Ἀσία, στόν Πόντο, στήν
Ὀσροηνή, στήν Γαλατία καί ἀλλοῦ. Ὁ Βίκτωρ συγκάλεσε Σύνοδο στήν Ρώμη μέ τήν
συμμετοχή τοῦ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας. Ἡ ἀπόφαση ὅλων τῶν Συνόδων, ἐκτός τῆς
ἐπαρχίας τῆς Ἐφέσου, ἦταν ὁμόφωνη ὅτι τό Πάσχα θά ἔπρεπε νά ἑορτάζεται τήν
Κυριακή. Τελικά τόν 3ο αἰῶνα μ.Χ. ἔγινε ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία
ἀποδεκτή ἡ λειτουργική πρακτική τῆς Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος
Βίκτωρ ἦταν ὁ πρῶτος πού συνάντησε Ρωμαῖο αὐτοκράτορα στόν ὁποῖο ἔθεσε τό θέμα
της διώξεως τῶν χριστιανῶν καί ἡ πρώτη φορά πού Ρωμαῖος αὐτοκράτορας
συνομιλοῦσε μέ τήν Ἐκκλησία καί τόν Ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης. Ἡ θετική ἄποψη τοῦ
αὐτοκράτορος Κομμόδου γιά τούς χριστιανούς ὀφειλόταν στήν εὐνοούμενή του Μαρκία,
πού συμπαθοῦσε τούς χριστιανούς. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Κόμμοδος ὄχι μόνο δέν
καταδίωξε τούς χριστιανούς, ἀλλά συνάντησε προσωπικά τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης
Βίκτωρα. Στήν συνάντηση ἐκείνη ὁ Ἅγιος Βίκτωρ ἔδωσε στόν Κόμμοδο τόν κατάλογο
τῶν χριστιανῶν πού καταδικάσθηκαν σέ καταναγκαστικά ἔργα στήν Σαρδηνία καί ὁ
Κομμοδος τούς ἀπελευθέρωσε, ἀφοῦ ἡ Μαρκία ἔστειλε στήν Σαρδηνία κάποιον πρεσβύτερο
ὀνόματι Ὑάκινθο μέ τήν διαταγή τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν χριστιανῶν. Ἦταν τό ἔτος
190 μ.Χ. Ἐπίσης, ἡ περίοδος αὐτή ἦταν ἡ πρώτη φορά πού οἱ χριστιανοί ἀνέλαβαν
ἀξιώματα ἐντός τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο Λυῶνος.
Αὐτός ὁ αὐτοκράτορας προστάτευσε τούς χριστιανούς ἀπό τίς ἀκρότητες τῶν
εἰδωλολατρῶν, ἐνῶ ὁ υἱός του Καρακάλλας (212 – 217 μ.Χ.) εἶχε τροφό μία
χριστιανή γυναῖκα σύμφωνα μέ τόν Τερτυλλιανό.
Ὁ Ἅγιος
Βίκτωρ χειροτόνησε ἑπτά διακόνους, τέσσερις πρεσβυτέρους καί δώδεκα ἐπισκόπους.
Κοιμήθηκε, τό 199 μ.Χ., μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε δίπλα στόν Ἀπόστολο Πέτρο.
|