Ἡ Ὁσία
Εἰρήνη καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί ἤκμασε στά χρόνια τῆς αὐτοκράτειρας
Θεοδώρας (530 – 856 μ.Χ.). Πατέρας της ἦταν ὁ πατρίκιος Φιλάρετος ὁ Καππαδόκης,
ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, εὐνοούμενος τοῦ αὐτοκράτορος Θεοφίλου καί
ἔμπιστος τῆς συζύγου του Θεοδώρας. Ἦταν ὁ στρατιωτικός διοικητής τοῦ
ἐξαιρετικῆς σημασίας θέματος τῆς Καππαδοκίας. Μητέρα της ἦταν ἡ πατρικία Ζωή,
γυναίκα σεβαστή σέ ὅλη τήν Καισάρεια γιά τόν ἐνάρετο βίο της. Τό ἀνδρόγυνο εἶχε
ἀποκτήσει δύο κόρες, τήν Καλλινίκη καί τήν Εἰρήνη. Ἡ Καλλινίκη γεννήθηκε τό 825
μ.Χ., Ὀφείλει τό ὄνομά της στίς θριαμβευτικές νίκες πού πέτυχε ὁ πατέρας της
ἐναντίων τῶν Σαρακηνῶν τήν χρονιά πού γεννήθηκε. Τρία χρόνια ἀργότερα, τό 828
μ.Χ., γεννήθηκε ἡ Εἰρήνη. Ὁ Φιλάρετος ὅμως ἔχασε τήν γυναίκα του, ὅταν ἐκείνη
ἦταν ἀκόμη πολύ νέα. Ἔτσι, ἡ ἀνατροφή τῆς Εἰρήνης καί τῆς Καλλινίκης ἀνατέθηκε
στήν πατρικία Σοφία, τήν μεγαλύτερη ἀδελφή τοῦ στρατηγοῦ.
Διακρινόταν
γιά τήν μεγάλη εὐσέβεια, τό σωματικό κάλλος καί τήν εὐγενική ἀνατροφή της. Ἡ
ἀδελφή της εἶχε νυμφευθεῖ τό ἀδελφό τῆς ἀυτοκράτειρας Βάρδα. Μεταβαίνοντας ἡ
Εἰρήνη μέ πρόσκληση τῆς ἀδελφῆς της στήν Κωνσταντινούπολη μέ τόν σκοπό νά
νυμφευθεῖ διακεκριμένο ἀξιωματοῦχο τῆς βασιλικῆς αὐλῆς καί περνώντας ἀπό τή
μονή Χρυσοβαλάντου, ἀποφάσισε νά παραμείνει ἐκεῖ γιά λίγες ἡμέρες, γιά νά
ἀναπαυθεῖ. Κατά τήν ὀλιγοήμερη ὅμως φιλοξενίας της θέλχθηκε ἀπό τήν
συναναστροφή μέ τίς μοναχές, ὥστε κατ’ ἀρχάς παρέτεινε γιά λίγο χρόνο τήν
παραμονή της, ὕστερα δέ ἀποφάσισε τήν ὁριστική ἐγκατάστασή της στήν μονή.
Προτοῦ ὅμως νά ἐγκατασταθεῖ, ἐπέστρεψε στήν πατρίδα της, ἀπελευθέρωσε τούς
δούλους της καί διαμοίρασε τά ὑπάρχοντά της στούς φτωχούς καί τά φιλανθρωπικά
ἱδρύματα. Ὅταν ἐπανῆλθε στήν μονή καί διήνυσε τό στάδιο τῆς δοκιμῆς, ἐκάρη
μοναχή. Οἱ μεγάλες ἀρετές, ἡ ἀσκητικότητα καί ἡ ταπεινοφροσύνη της, τήν κατέστησαν πολύ ἀγαπητή μεταξύ τῶν ἀδελφῶν,
ὅταν δέ ἡ ἡγουμένη ἀσθένησε, τήν ὑπέδειξε διάδοχό της, κάτω ἀπό τήν ὁμόφωνη
ἐπιδοκιμασία ὅλων τῶν μοναχῶν. Κατά τήν διάρκεια τῆς ἡγουμενίας της ἐργάσθηκε
μέ ζῆλο γιά τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καί τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν ἀνύψωση
τοῦ μοναχικοῦ βίου διδάσκοντας καθημερινά καί συστήνοντας στίς μοναχές τήν
καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, τήν ταπείνωση, τήν μακροθυμία καί την συμπάθεια πρός
τούς πάσχοντες. Ἡ φήμη τπης πνευματικότητας καί τῆς ψυχικῆς της ἀγαθότητας
προσέλκυσε πολλές νεαρές καί γυναῖκες διαφόρων κοινωνικῶν τάξεων, οἱ ὁποῖες
ζητοῦσαν παρηγοριά στίς θλίψεις καί πνευματικές ὁδηγίες γιά ἀπόκρουση
πειρασμῶν. Γιά τίς ἀρετές καί τήν ἁγιότητα τοῦ βίου της προικίσθηκε ἀπό τόν Θεό
μέ θαυματουργική χάρη.
Ἡ
συναξαριστική παράδοση μᾶς μεταφέρι καί τό θαῦμα τῆς Ὁσίας μέ τά μῆλα. Τίς
ἔναστρες νύχτες ἡ Ὁσία Εἰρήνη στεκόταν ἔξω ἀπό τό κελλί της καί προσευχόταν.
Μία ἀπό τίς βραδυές αὐτές, κάποια μοναχή ἀγρυπνοῦσε ἔξω ἀπό τό κελλί της καί
εἶδε τό ἑξῆς παράδοξο: Τά δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, τά ὁποία ὀρθώνονταν ἀριστερά
καί δεξιά στήν εἴσοδο τοῦ Καθολικοῦ, λύγιζαν μπροστά στήν προσευχόμενη Ἁγία σαν
νά τήν προσκυνοῦσαν καί ἡ ἴδια ἡ Ὁσία Εἰρήνη δέν πατοῦσε στήν γῆ, ἀλλά αἰωρεῖτο
ἐπάνω ἀπό τό ἔδαφος. Ὅταν ἡ Ὁσία ὁλοκλήρωσε τήν προσευχή της, σταύρωσε τά δύο
κυπαρίσσια καί ἐκεῖνα ἐπανῆλθαν στήν φυσιολογική τους θέση. Ἡ μοναχή
κατάπληκτη, μέ ἀνάμεικτα συναισθήματα δέους καί θαυμασμοῦ, συγκρατήθηκε καί δέν
εἶπε τίποτα στήν ὑπόλοιπη ἀδελφότητα. Τό ἑπόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι ἔξω ἀπό
τό κελλί της καί τί ἴδιο παράδοξο γεγονός ἐπαναλήφθηκε ξανά τό ἴδιο, τό τρίτο
κατά σειρά βράδυ. Τήν ἑπόμενη νύχτα, ἡ μοναχή, χωρίς νά τήν ἀντιληφθεῖ ἡ Ἁγία,
ἔτρεξε στά λυγισμένα κυπαρίσσια, ἔδεσε ἀπό ἕνα λευκό μαντήλι στίς κορυφές τους
καί ἐπέστρεψε στό κελλί της. Τό ἑπόμενο
πρωΐ ἡ ἤρεμη ἀτμόσφαιρα τοῦ κοινοβίου ἀναστατώθηκε ὅταν οἱ μοναχές εἶδαν τά
δεμένα μαντήλια καί κατάπληκτες ρωτοῦσαν ἡ μία τήν ἄλλη ποιός ἦταν αὐτός πού
ἔδεσε τόσο ψηλά δέντρα, γιά ποιό λόγο τό ἔπραξε καί πρό πάντων μέ ποιό τρόπο. Ἡ
μοναχή, πού ὑπῆρξε μάρτυρας στά θαυμάσια αὐτά περιστατικά, ἀποκάλυψε ὅλη τήν
ἀλήθεια καί τότε ὅλες ἔκλαιγαν ἀπό χαρά καί συγκίνηση καί παραπονιόντουσαν
γιατί δέν τίς ξύπνησε νά δοῦν καί ἐκεῖνες τό θαῦμα. Ἐκείνη τήν στιγμή κατεύθασε
καί ἡ Εἰρήνη. Ὅταν κατάλαβε τί συνέβη
καί πώς μαθεύτηκε ἕνα μυστικό πού ἐκείνη κρατοῦσε ἑπτασφράγιστο γιά χρόνια
ὁλόκληρα, ἐπέπληξε αὐστηρά τήν μοναχή πού τό μαρτύρησε.
Κάποια
χρονιά, ξημερώνοντας ἡ ἑορτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί μετά τήν τέλεση τοῦ
Ἑσπερινοῦ, ἡ Ἁγία ξαγρυπνοῦσε προσευχόμενη. Πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ Ὄρθρου καί τότε
ἡ Ὁσία ἀκούει κάποια φωνή νά τῆς λέγει: «Ὑποδέξου
τόν ναυτικό πού σοῦ φέρνει τά μῆλα καί φάγε νά εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή σου». Μετά
τό πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ Ἁγία λέγει στήν πορτάρισσα νά ἀνοίξει τήν
πύλη τῆς μονῆς καί νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο πού περιμένει ἐκεῖ στόν ξενῶνα, ὅπου
θά πήγαινε καί ἡ ἴδια νά τόν συναντήσει. Πράγματι, ἡ Ὁσία Εἰρήνη συνάντησε τόν
ἄνθρωπο καί τόν ἀκούει νά τῆς ἐξιστορεῖ τήν ἀκόλουθη θαυμάσια ἱστορία: Ἦταν
ναυτικός, πλοιοκτήτης ἑνός καραβιοῦ ἀπό τήν Πάτμο. Ἀπέπλευσε μέ τό πλοῖο του
ἀπό τό βόρειο τμῆμα τοπυ νησιοῦ γιά τήν Πόλη καί βρισκόταν λίγα μέτρα ἀπό τήν
στεριά, ὅταν βλέπει ἐκεῖνος καί οἱ ναῦτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα νά τούς
φωνάζει νά σταματήσουν. Αὐτό ὅμως ἦταν ἀδύνατο, καθώς ὁ ἰσχυρός ἄνεμος ἔσπρωχνε
τό πλοῖο στό ἀνοιχτό πέλαγος. Τότε ὁ γέροντας φωνάζει μέ ὅλη τήν δύναμή του καί
προστάζει τό πλοῖο νά σταματήσει. Τό καράβι ἀκινητοποιεῖται καί ὁ ἴδιος ἀρχίζει
νά βαδίζει ἐπάνω στά ὕδατα. Μπροστά στούς κατάπληκτους ναῦτες, ἐπιβιβάζεται στό
πλοῖο καί δίνει στόν καπετάνιο τρία μῆλα καί τοῦ λέγει: «Ὅταν πᾶς στήν Βασιλεύουσα, δῶσε τα στόν Πατριάρχη καί πές του πώς τοῦ
τά στέλνει ὁ Πανάγαθος Θεός μέ τόν δοῦλο του Ἰωάννη ἀπό τόν παράδεισο».
Ἔπειτα δίνει στόν ναύκληρο ἄλλα τρία μῆλα προσθέτοντας: «Αὐτά νά τά πᾶς τῆς Εἰρήνης, τῆς ἡγουμένης τοῦ Χρυσοβαλάντου καί νά τῆς
πεῖς: “φάγε ἀπό τούς καρπούς τοῦ παραδείσου πού ἡ ἁγνή ψυχή σου ἐπεθύμησε”».
Λέγοντας αὐτά, ὁ γέροντας εὐλόγησε τό πλήρωμα καί τό πλοῖο ξεκίνησε καί πάλι τό
ταξίδι του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐξαφανίσθηκε. Ὁλοκληρώνοντας τήν διήγησή του, ὁ
ναυτικός πῆρε τήν εὐχή τῆς Ὁσίας καί τῆς προσέφερε τά μῆλα. Ἡ Ἁγία τά δέχθηκε
μέ δάκρυα εὐλάβειας καί εὐγνωμοσύνης εὐχαριστώντας τόν Εὐαγγελιστή καί Ἀπόστολο
Ἰωάννη. Στό κελλί της γονάτισε καί εὐχαρίστησε μέ δοξαστική διάθεση τόν Κύριό
μας Ἰησοῦ Χριστό γι’ αὐτό τό δεῖγμα τῆς εὔνοιάς Του πρός τήν δούλη Του. Ἡ Ἁγία
Εἰρήνη, μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔνοιωσε ὅτι τό θεῖο αὐτό δῶρο ἦταν
οὐράνια πρόσκληση. Ὅταν ἔφθασε ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἔκοψε τό ἕνα μῆλο σέ
λεπτά κομματάκια καί ἔτρωγε ἕνα κομμάτι κάθε ἡμέρα, ἀπέχοντας ἀπό ὁποιαδήποτε
ἄλλη τροφή, ἐκὀμη καί ἀπό τό νερό. Τήν Μεγάλη Πέμπτη, ὕστερα ἀπό τήν Θεία
Λειτουργία καί ἀφοῦ ὅλες οἱ μοναχές κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ Εἰρήνη
ἔκοψε καί τό δεύτερο μῆλο καί ἔδωσε σέ κάθε μοναχή ἀπό ἕνα κομμάτι. Τότε τούς
ἀποκάλυψε καί τήν ἱστορία τοῦ θείου δώρου. Τό τρίτο μῆλο ἡ Ἁγία το φύλαξε γιά
τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς της. Τήν Μεγάλη Παρασκευή, οἱ μοναχές
ἔψαλλαν τά ἅγια Πάθη καί ἡ Εἰρήνη, μόνη της μέσα στό ἱερό Βῆμα, γιονατισμένη,
εἶχε παραδοθεῖ σέ προσευχή. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ὁ Ἄγγελος – ὁδηγός της,
πού τόσες φορές τήν εἶχε διακονήσει. «Γίνου
ἔτοιμη», τῆς εἶπε ἁπλά καί ἐκείνη κατάλαβε ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα νά
ἐγκαταλείψει τά ἐπίγεια. Κοιμήθηκε ὁσίως, σέ ἡλικία 104 ἐτῶν, καί ἐνταφιάσθηκε
μέ συμμετοχή ἀπείρου πλήθους στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας
πίστεως.
Δόξαν
ῥέουσαν, ὑπεριδοῦσα, νύμφη ἄμωμος, ὤφθης Κυρίου, δι’ ἀσκήσεως Ὀσία ἐκλάμψασα·
ὡς οὖν Εἰρήνη τυχοῦσα τοῦ πόθου σου, ἐν ὁμονοίᾳ ἡμᾶς διαφύλαττε, ἀξιάγαστε,
Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύουσα, δωρήσασθε ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ
Παρθένος σήμερον.
Τήν τοῦ
κόσμου εὔκλειαν, καταλιποῦσα Ὁσία, τῷ Χριστῷ νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῷ
ἀφθάρτῳ, κάλλεσι, τῆς παρθενίας λελαμπρυσμένη, σκάμμασι, τῆς ἐγκρατείας
πεποικιλμένη· διά τοῦτό σε Εἰρήνη, ὁ σός Νυμφίος λαμπρῶς ἐδόξασε.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς
Καππαδοκίας τήν καλλονήν, καί Χρυσοβαλάντου, ὀδηγίαν τήν ἀσφαλῆ, τήν πηγήν
θαυμάτων, πηγάζουσαν τῷ κόσμῳ, Εἰρήνην τήν Ὁσίαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.
|