Ὁ Ὅσιος
Παῦλος ὁ Ξηροποταμηνός γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, τό 915 μ.Χ. καί
καταγόταν ἀπό τήν εὐγενική οἰκογένεια Ραγκαβέ, μέλος τῆς ὁποίας ὁ Μιχαήλ Α’
διετέλεσε αὐτοκράτορας (811 – 813 μ.Χ.), προτοῦ δέ ἀσπασθεῖ τό μοναχικό σχῆμα
ὀνομαζόταν Προκόπιος. Διακρινόταν γιά τήν μεγάλη του μόρφωση, τήν βαθιά
θεολογική κατάρτιση καί τίς πολιτικές ἱκανότητες. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Λεων Ε’ ὁ Ἀρμένιος,
φοβούμενος ὅτι ὁ Προκόπιος θά διεκδικοῦσε τήν ἐξουσία, εἶχε διατάξει τόν
εὐνουχισμό του καί τόν εἶχε ἀπομακρύνει μέ εὔσχημο τρόπο. Λόγῳ τῶν ὑπέροχων
πνευματικῶν καί ἠθικῶν του προσόντων, στά χρόνια τοῦ βασιλέως Πέτρου τῶν
Βουλγάρων, ὁ Προκόπιος ἐστάλη στήν Βουλγαρία, ὅπου ἐργάσθηκε γιά τήν
χριστιανική του πίστη. Γι’ αὐτό τόν σκοπό, στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ,
ἐστάλη καί στήν Σερβία. Ἀφοῦ ἀποσύρθηκε ἀπό τόν κόσμο, μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος,
ἀνακαίνισε τήν ἡμικατεστραμμένη ἀπό Ἄραβες πειρατές μονή τοῦ Ξηροποτάμου, πού
κτίσθηκε, τό 450 μ.Χ., ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Πουλχερία, καί ἐγκαταστάθηκε σέ
αὐτή. Ἀπό ἐκεῖ ὀνομάσθηκε «Ξηροποταμίτης» καί ἔλαβε τόν τίτλο τοῦ κτίτορος τῆς
μονῆς. Μετά ἀπό λίγο, ἐπισκέφθηκε εὐσεβέστατο ἡσυχαστή, πού ὀνομαζόταν Κοσμᾶς,
ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε στήν θέση ὅπιου σήμερα βρίσκεται ἡ μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου. Καί
τόσο θέλχθηκε ἀπό τήν τοποθεσία καί ἀπό τίς ἀρετές τοῦ ἀσκητοῦ, ὥστε ἔκτισε
καλύβη καί ἐγκαταστάθηκε ὁριστικά ἐκεῖ. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα
Παῦλος. Ἀργότερα μέ χορηγία τῶν αὐτοκρατορικῶν συγγενῶν του, πού τοῦ χάρισαν ὡς
εὐλογία ἕνα κομμάτι ἀπό Τίμιο Ξῦλο, ἀνοικοδόμησε μονή, πού ἐτιμᾶτο στό ὄνομα
τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου καί ἐγκαινιάσθηκε ἀπό τόν υἱό τοῦ αὐτοκράτορος καί
μαθητή τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παύλου Θεοφύλακτο. Τήν μονή πλούτισε
μέ πολύτιμα κειμήλια καί θησαυρούς.
Ἀλλά ὁ
Παῦλος δέν περιορίσθηκε στήν ἵδρυση καί ὀργάνωση μονῶν. Κινούμενος ἀπό θεῖο
ζῆλο καί ἐμφορούμενος ἀπό βαθιά εὐσέβεια, ἐργάσθηκε γιά τήν τελειότερη
πνευματική κατάρτιση τῶν μοναχῶν καί τήν ὑλική καί πνευματική ἐνίσχυση τῶν
θείων καθιδρυμάτων.
Ἔτσι,
ἀφοῦ ἔζησε μέ θεοφιλῆ τρόπο, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη, καί τό τίμιο λείψανό του
μεταφέρθηκε καί ἐνταφιάσθηκε μεγαλοπρεπῶς στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τόν
συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείου
ἀξίας ἀνταλλαξάμενος, τόν θεοΰφαντον τρίβωνα τῆς ὁσίας ζωῆς, ὡς ἀστήρ ἑωθινός
ἐν Ἄθῳ ἔλαμψας, καί ὁδηγεῖς φωτιστικῶς, Μοναζόντων τούς χορούς, πρός κτῆσιν τήν
τῶν κρειττόνων, Παῦλε Πατέρων ἀκρότης, καί πρεσβευτά ἡμῶν πρός Κύριον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς
ἀνάκτων βλάστημα, Παῦλε θεόφρον, κληρονόμος ἄξιος, καί υἱός ὤφθης εὐκλεής, τοῦ
οὐρανίου Παντάνακτος, δι’ ἰσαγγέλου ζωῆς Πάτερ Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης
βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὡς ἀνάκτων γόνος, κληρονόμος δι’ ἀρετῶν· σύ γάρ Πάτερ
Παῦλε, ἀγγελικῶς βιώσας, τῆς ὑπέρ νοῦν εὐκλείας, λαμπρῶς ἠξίωσαι.
|