ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού,Ελέησόν με τον αμαρτωλόν





  • banner

  • banner

  • banner


Ὁ Ἅγιος Χριστόδουλος ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐκ Κασσάνδρας ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτυρήσας

Ημ. Εορτής: 28 Ιουλίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως: 28 / 7 / 1777
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Χριστόδουλος καταγόταν ἀπό ἕνα χωριό τῆς Κασσάνδρας, ὀνομαζόμενο Βάλτα. Ἔτσι, ἁπλά, χωρίς χρονολογικά στοιχεῖα καί δίχως πληροφορίες γιά τούς γονεῖς του, ἄν εἶχε ἀδέλφια ἤ ἄν ἔμαθε γράμματα, ἀρχίζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τήν διήγησή του γιά τόν Νεομάρτυρα Χριστόδουλο, πού μαρτύρησε στήν Θεσσαλονίκη στίς 28 Ἰουλίου του 1777.

Ἀπό τήν τρέχουσα καί σήμερα παράδοση στήν Κασσανδρεία, τήν γενέτειρα τοῦ Νεομάρτυρος, μᾶς εἶναι γνωστό ὅτι τό ἐπίθετο τοῦ Χριστόδουλου ἦταν Σιμώνης. Τό ἐπίθετο αὐτό, Σιμώνης, συνδέεται μέ τήν ἁγιορείτικη μονή Σίμωνος Πέτρας, ἡ ὁποία εἶχε στήν χερσόνησο τῆς Κασσάνδρας δύο Μετόχια. Τά δύο αὐτά Μετόχια, τό Σιμωνίτικο καί τό (Σιμωνο)Πετρίτικο βρίσκονταν στά ὅρια τῆς Νέας Ποτιδαίας. Λέγεται καί σήμερα ἀκόμη ὅτι ὁ πατέρας τοῦ Χριστόδουλου ἐργαζόταν σ’ ἕνα ἀπό τά Σιμωνοπετρίτικα Μετόχια τῆς Κασσάνδρας καί ἔτσι ἀπόκτησε τό ἐπώνυμο Σιμώνης, τό ὁποῖο μέχρι σήμερα σώζεται στήν Κασσανδρεία (Βάλτα), ὅπως καί σ’ ἄλλα μέρη τῆς Χαλκιδικῆς.

Σέ μικρή ἡλικία ὁ Ἅγιος ἐγκατέλειψε τήν γενέτειρά του Βάλτα καί ἦλθε στήν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἔμαθε τήν τέχνη τοῦ ἀμπατζῆ. Πολλές φορές ὁ Χριστόδουλος συνόδευε τούς μαστόρους του στά ἐπαγγελματικά τους ταξίδια πέρα ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ὅμως ξαναγύριζε στήν πόλη τῆς ἐργασίας του. Σ’ ἕνα ταξίδι του στήν Χίο, ἀγόρασε ἕνα ξύλινο σταυρό, τοῦ ὁποίου τό μέγεθος ἔφθανε τίς δύο περίπου σπιθαμές. Ἐπιστρέφοντας στήν Θεσσαλονίκη, πλήρωσε ἕναν ζωγράφο, ὁ ὁποῖος ζωγράφισε τόν σταυρό. Ὅταν παρέλαβε τόν ζωγραφισμένο σταυρό πῆγε στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου τόν ἄφησε, μιά καί ὁ κανδηλανάπτης τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἦταν φίλος του.

Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔτυχε νά ἀλλαξοπιστήσει στήν Θεσσαλονίκη καί νά γίνει μωαμεθανός ἕνας Βούλγαρος χριστιανός. Ὁ Χριστόδουλος, ἐάν δέν ἦταν αὐτόπτης μάρτυρας τῆς ἐξωμοσίας τοῦ Βούλγαρου χριστιανοῦ, πρέπει νά τήν εἶχε πληροφορηθεῖ καί νά εἶχε δεῖ ἀπό κοντά τόν ἐξωμότη. Αὐτά τουλάχιστον μᾶς ἐπιτρέπει νά σκεφτοῦμε ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μέ τά λόγια του: «κατ’ ἐκείνας τάς ἡμέρας ἔτυχε νά τουρκεύσῃ ἕνας Βούλγαρης, τόν ὁποῖον βλέποντας ὁ εὐλογημένος Χριστόδουλος, πολλά ἐλυπήθη ἡ καρδία του, διά τήν ἀπώλειαν τῆς ψυχῆς του». Ἔτσι στήν σκέψη τοῦ Ἁγίου Χριστοδούλου ὡρίμασε τότε ἡ ἰδέα νά θυσιασθεῖ ὁ ἴδιος.

Ἔτσι, στίς 26 Ἰουλίου τοῦ 1777, χωρίς νά ἀποκαλύψει σέ κανέναν τόν σκοπό του, σημείωσε σ’ ἕνα χαρτί ὅλα τά ἁμαρτήματά του, πού εἶχε κάνει ἀπό τά νεανικά του χρόνια, παίρνει τόν ζωγραφισμένο σταυρό καί πηγαίνει στόν πνευματικό, γιά νά ἐξομολογηθεῖ. Ὁ Ἅγιος ἔδωσε τόν σταυρό στόν πνευματικό καί ὅσο ὁ πνευματικός κρατοῦσε στά χέρια του τόν σταυρό, ὁ Χριστόδουλος διάβασε ἀπό τό χαρτί τά ἁμαρτήματά του καί ἐξομολογήθηκε. Ὕστερα ἀπό τήν ἐξομολόγηση ὁ Χριστόδουλος πῆγε στόν φίλο του, τόν κανδηλανάπτη τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.

Τήν ἐπόμενη ἡμέρα, στίς 27 Ἰουλίου, ἑορτή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἐπισκέφθηκε καί πάλι τόν φίλο του κανδηλανάπτη καί τοῦ ἀνέφερε ὅτι ξέχασε νά ἐξομολογηθεῖ ὁρισμένα ἁμαρτήματα. Ὁ Χριστόδουλος παρακινήθηκε τότε ἀπό τόν κανδηλανάπτη, πῆγε καί πάλι στόν πνευματικό, ὑπακούοντας στήν προτροπή τοῦ φίλου του, κοντά στόν ὁποῖο ἔμεινε τή νύχτα.

Τό πρωί, στίς 28 Ἰουλίου, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νά ἀρχίσει ὁ Ὄρθρος, ὁ Ἅγιος σηκώθηκε νωρίς, ἄνοιξε τό ναό, ἄναψε τά κανδήλια καί συμμετεῖχε στήν Θεία Λειτουργία. Μετά τόν ἐκκλησιασμό του ζήτησε ἀπό τόν κανδηλανάπτη τόν σταυρό καί στό ἐρώτημά τοῦ κανδηλανάπτη «καί τί τόν θέλεις;», ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «ἔχω νά τόν ὑπάγω εἰς τόν ζωγράφον, διά νά κάμῃ ἕνα ἄλλον παρόμοιον, νά τόν δώσω εἰς ἕναν ἄνθρωπον».

Παίρνοντας τόν σταυρό ὁ Ἅγιος Χριστόδουλος κατέβηκε στό χάνι, στό ἐργαστήριο τῶν ἀμπάδων, κοντά στό λιμάνι, καί ἄρχισε νά ράβει ἀμπάδες. Σέ μία στιγμή ἄρχισαν νά κτυποῦν τά τύμπανα, γιά νά σημάνουν τήν ἐπισημοποίηση τῆς ἐξωμοσίας ἑνός ἀκόμη χριστιανοῦ καί νά ἑορτάσουν οἱ Μουσουλμᾶνοι τήν περιτομή ἐκείνου πού τούρκεψε. Στό ἄκουσμα τῶν θορυβωδῶν εὐτῶν ἤχων ὁ ἅγιος δέν ἄντεξε· ἄφησε ἀμέσως τήν δουλειά του, βγάζει ἀπό τήν μέση του τά μαχαίρια τῆς κοπτικῆς του τέχνης, ἀφαιρεῖ ἀπό τό κεφάλι του τό κάλυμμα καί παίρνοντας τόν σταυρό στό χέρι βγαίνει μέ παρρησία στόν δρόμο καί πηγαίνει στό καφενεῖο μέ μεγάλη τόλμη, κρατώντας στά χέρια του τόν σταυρό· καί ἀπευθυνόμενος πρός τόν ἀρνησίχριστο τοῦ λέγει: «Ἀδελφέ, τί ἔπαθες; νά ἡ πίστη μας, νά ὁ Χριστός ὁπού ἐσταυρώθη διά τήν ἀγάπην μας, καί ἐσύ διατί ἀφήνεις τόν Χριστόν τόν σωτῆρα σου, καί γίνεσαι Τοῦρκος;».

Ὁ ἐξωμότης δέν ἔδινε καμιά προσοχή στά λόγια τοῦ Ἁγίου. Γι’ αὐτό ὁ ἀνδρεῖος Χριστόδουλος πῆγε πιό κοντά στόν ἐξωμότη καί ὅταν τόν ἔφθασε, τοῦ πρόταξε τόν σταυρό, γιά νά τόν φιλήσει, λέγοντάς του: «φίλησον, ἀδελφέ, τόν σταυρόν τοῦ Κυρίου μας». Καί στήν προτροπή αὐτή τοῦ Ἁγίου ὁ ἀποστάτης χριστιανός ἀρνήθηκε. Οἱ Γενίτσαροι συνέλαβαν τόν Ἅγιο καί τόν κακοποίησαν ἄσχημα. Στήν συνέχεια τόν ἔδεσαν καί τόν πῆγαν στόν ἀγᾶ τῶν Γενιτσάρων βαστακτόν, κρατῶντα καί τόν σταυρόν εἰς τό χέρι, καί ἀπό ἐκεῖ στόν κριτή.

Ὁ κριτής προέτρεψε τόν Ἅγιο Χριστόδουλο νά ἀρνηθεῖ τήν πατρώα εὐσέβεια καί νά ἀσπασθεῖ τόν Ἰσλαμισμό. Καί ὁ Νεομάρτυς τοῦ ἀποκρίθηκε μέ πνευματική ἀνδρεία: «καί σύ ἄφες τόν τουρκισμόν, καί γίνου Χριστιανός».

Τότε ὁ κριτής διέταξε νά κτυπήσουν τόν Ἅγιο. Οἱ Γενίτσαροι, ἀγανακτισμένοι ἀπό τήν στάση τοῦ κριτοῦ, πού δέν διέταξε τόν θάνατό του, ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται καί νά ἀπειλοῦν. Τότε ὁ κριτής ἀναγκάσθηκε νά παραδώσει τόν Ἅγιο Χριστόδουλο σέ αὐτούς, γιά νά τόν ὁδηγήσουν στόν ἱεροδικαστή. Καί ἐνώπιον τοῦ μουσελίμη (τοπάρχη) ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε μέ σταθερότητα τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἡ ἀπόφαση ἦταν ἡ θανάτωση τοῦ Ἁγίου, τόν ὁποῖο ὁδήγησαν στόν ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καί μπροστά στήν πόρτα τῆς εἰσόδου τοῦ κατεστραμμένου ἀπό τήν πυρκαγιά τοῦ 1770 αὐτοῦ ναοῦ τόν ἐκρέμασαν, τό ἔτος 1777. Στήν συνέχεια ἔμπηξαν στήν ράχη του τόν σταυρό. Δύο ἡμέρες ἔμεινε ὁ Νεομάρτυς κρεμασμένος στήν θέση αὐτή, αἰωρούμενος στήν ἀγχόνη, φορτωμένος μέ τόν Τίμιο Σταυρό. Οἱ Χριστιανοί παρέλαβαν τό τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου, γιά τό ὁποῖο ἔδωσαν στόν ἱεροδικαστή ἑξακόσια γρόσια, καί τό ἐνταφίασαν μέ σεβασμό καί τιμή.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θεῖον βλάστημα, τῆς Κασσανδρείας, καί τῆς πίστεως, νέος ὁπλίτης, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Χριστόδουλε· τοῦ γάρ Σωτῆρος κηρύξας τό ὄνομα, τόν δι’ ἀγχόνης ὑπέμεινας θάνατον. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Φερωνύμως Ἅγιε, Χριστῷ δουλεύων ἀμέμπτως, στρατιώτης ἄριστος, τῆς οὐρανίου στρατείας, γέγονας, καλῶς ἀθλήσας ὑπέρ Κυρίου· ὅθεν σε, ὡς Νεομάρτυρα νικηφόρον, ἀνυμνοῦμεν καί βοῶμεν· Χαίροις τό κλέος ἡμῶν Χριστόδουλε.


Μεγαλυνάριον.

Χαίροις Κασσανδρείας θεῖος βλαστός, ὁ ὑστέροις χρόνοις, μαρτυρήσας ὑπέρ Χριστοῦ· χαίροις Νεομάρτυς, Χριστόδουλε θεόφρον, ἡμῶν πρός τόν Σωτῆρα, πρέσβυς θερμότατος.



  • banner

  • banner

  • banner