Ὁ Ὅσιος
Μᾶρκος εἶναι μία μεγάλη ἀσκητική μορφή τῆς εὐλογημένης ρωσσικῆς γῆς. Γεννήθηκε,
τό 1733, στό Κούρσκ, καί τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Μιχαήλ. Ἀπό τήν παιδική
ἡλικία ἀγαποῦσε τήν σιωπή, τήν μελέτη καί τίς πνευματικές συζητήσεις.
Καθισμένος ἕνα βράδυ στήν συνηθισμένη θέση του πίσω ἀπό τήν σόμπα, σέ κατάσταση
μεταξύ ἐκγρήγορσης καί ὕπνου, εἶχε μία πνευματική ὅραση τῆς τελικπης κρίσεως
τοῦ Θεοῦ. Ἡ αἴσθηση τοῦ ὁράματος ἦταν τόσο ἔντονη, πού ἔμεινε ἄφωνος γιά μιά
ὁλόκληρη ἡμέρα, σάν νά ζαλίσθηκε. Ἀπό ἐκείνη τήν ἐποχή, ὁ μόνος πόθος καί
σκοπός σέ ὅλη του τήν ζωή ἦταν νά ἀποφύγει τήν ἁμαρτία καί νά ἀγωνισθεῖ γιά τήν
σωτηρία του. Ἔτσι, ἀποφάσισε νά ἀφιερώσει τήν ζωή του στήν διακονία τοῦ Θεοῦ
ἀκολουθώντας τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Σέ ἡλικία 24 ἐτῶν, ὁ Μιχαήλ
φεύγει ἀπό τό σπίτι τῶν γονέων του καί, τό 1757, φθάνει στήν ἔρημο τοῦ Σάρωφ.
Εἰσέρχεται στό μοναστήρι ὡς δόκιμος καί ἀρχίζει νά ἀσκεῖται στήν ὑπακοή
ἀναλαμβάνοντας βαριά διακονήματα. Παράλληλα ὅμως μέ τήν ὑπακοή ἀρχίζει νά
δεικνύει καί ἴχνη διά Χριστόν σαλότητας. Ἔτσι ἀναγκάζεται νά ζήσει γιά εἴκοσι
ὁλόκληρα χρόνια μόνος στήν ἔρημο – λίγο πήγαινε στό μοναστήρι – γιατί οἱ
μοναχοί πνευματικά δέν ἦταν ὥριμοι νά τόν ἀποδεχθοῦν. Ὅμως, ἡ συμπεριφορά του
προκάλεσε τό πνευματικό ἐνδιαφέρον τοῦ στάρετς Παχωμίου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε ἕνα
κελλί, γιά νά μείνει, καί τόν ἔκειρε μοναχό μέ τό ὄνομα Μεθόδιος. Μέ τήν
εὐλογία του σύντομα ἀναχώρησε ξανά, γιά νά ζήσει στήν ἔρημο στά βάθη τῶν δασῶν
τοῦ Σάρωφ. Ὁ ἀσκητής τοῦ Θεοῦ ἄντεχε τό κρύο τοῦ χειμῶνα καί τήν ζέστη τοῦ
καλοκαιριοῦ μέ τήν ἴδια ὑπομονή. Κάλυπτε τό σῶμα του μέ ξεφτισμένα κουρέλια,
κάτω ἀπό τά ὁποῖα φοροῦσε βαριές ἁλυσίδες. Στίς περιπλανήσεις του στό δάσος, ὁ
Ὅσιος φοροῦσε στό στῆθος του μιά εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τόν μοναδικό
θησαυρό καί τόν πλοῦτο του, καί στά χέρια του κρατοῦσε ἕνα ξύλινο ραβδί μέ ἕναν
σταυρό στήν κορυφή.
Βλέποντας
τήν πνευματικότητα καί τούς ἀγῶνες του, ὁ ἡγούμενος Νήφων τοῦ ἔδωσε τό μέγα
Ἀγγελικό Σχῆμα, τό ἔτος 1811, καί τόν ὀνόμασε Μᾶρκο. Ὁ Ὅσιος ἔλεγε ὅτι
αἰσθάνεται μιά ἰδιαίτερη ἀπόκοσμη χαρά, ὅταν ὅλη ἡ φύση σιωποῦσε, γιατί ἔνιωθε
ὅτι ἡ προσευχή δέν ἀνεβαίνει ποτέ τόσο εὔκολα στόν Θεό ὅσο τίς στιγμές τῆς
σιωπῆς καί τῆς εἰρήνης. Ἔψαλλε δέ πάντοτε μέσα στήν ἀπόλυτη σιωπή καί τήν
ἐρημιά τοῦ δάσους ἀπό τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως.
Περί τά
τέλη Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1817, ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ἀρρώστησε καί οἱ μοναχοί τόν
μετέφεραν ἀπό τό ἀσκητήριό του στό μοναστήρι. Ἐξομολογήθηκε, σταυρώθηκε μέ τό
ἔλαιο τοῦ Εὐχελαίου καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Μετά βυθίσθηκε στήν
σιωπή τῆς προσευχῆς καί ἔτσι παρέμεινε, σιωπηλός, μέχρι τήν κοίμησή του, τήν
Κυριακή 4 Νοεμβρίου 1817.
|