Στό
δεύτερο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ., κατά τήν διάρκεια τῆς βασιλείας
τοῦ Μαχμούτ Δ’, ὅταν ἡ Ὀθωμανική αὐτοκρατορία πίεζε ἀσφυκτικά ὅλους τούς
ὑποδούλους της καί ἐδίωκε τούς Ὀρθοδόξους χριστιανούς, στά βουνά τῆς Ροδόπης,
στά νότια τῆς σημερινῆς Βουλγαρίας, ἔλαμπε διά τῆς ἁγιότητός του ὁ Ἐπίσκοπος
μιᾶς μικρᾶς πόλεως, τοῦ Σμολυάν, ὁ ἱερός Βησσαρίων.
Στήν
περιοχή αὐτή εἶχε ἐνταθεῖ ὁ διωγμός τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς θηριώδεις κατακτητές
καί σημειώιθηκαν πολλές σφαγές καί ἐκτοπισμοί. Οἱ εὐσεβεῖς, φιά νά ἀποφύγουν
τήν ὀργή τῶν ἐπιδρομέων, κατέφευγαν στά δάση καί στά ὄρη καί ἔβρισκαν προστασία
καί παρηγοριά ὑπό τήν σκέπη τοῦ στοργικοῦ τους πνευματικοῦ πατρός, τοῦ Ἁγίου
Ἐπισκόπου Βησσαρίωνος.
Τό ἔτος
1669, οἱ διωκόμενοι χριστιανοί τοῦ Σμολυάν, μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπό τους, πέρασαν
στήν περιοχή τοῦ Ράϊκοβο τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου τῆς Ροδόπης. Στίς 29 Ἰουλίου τοῦ
1670, ὁ Ἐπίσκοπος μαζί μέ δέκα πνευματικά του τέκνα, εὑρισκόμενος σέ περιοδεία
πρός ἐπίσκεψιν πιστῶν στήν περιοχή, συνελήφθη ἀπό ἕνα ἀπόσπασμα ἀγρίων
Ὀθωμανῶν, μετά ἀπό ἀνεπιτυχῆ προσπάθεια τῶν πνευματικῶν του τέκνων νά τόν
προστατεύσουν.
Οἱ ἐπί
κεφαλῆς τῶν Ὀθωμανῶν στό Σμολυάν, ὅπου τόν μετέφεραν, πρότειναν στόν Ἅγιο νά
ἀλλαξοπιστήσει, γιά νά σώσει τήν ζωή του, καί νά δεχθεῖ τόν Μωαμεθανισμό. Ἄν τό
πετύχαιναν αὐτό, θά ἔκαμπταν καί τήν ἡρωϊκή ἀντίσταση τοῦ διωκόμενου, ἀλλά
σταθεροῦ στήν ὀρθόδοξη πίστη, ποιμνίου του.
Ὁ Ἅγιος
ἀπάντησε θαρραλέα: «Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ
ὁποῖος ἀγαπᾶ τήν Θεία Ἀλήθεια, εἶναι ἀμετακίνητος στήν πίστη του. Ὁ θάνατός μου
θά μέ κάνει ἀθάνατο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
Τότε οἱ
Τοῦρκοι τόν ἐξέδυσαν καί ἄρχισαν νά διατρυποῦν τό σῶμα του μέ εἰδικά σουβλερά
ὄργανα καί νά τοῦ ἀποσποῦν τεμάχια κρέατος. Ὁ Ἅγιος παρέμενε σιωπηλός καί
προσευχόμενος, ἐνῶ τό αἷμα ἔρρεε ἀσταμάτητα ἀπό τό ἱερό σῶμα του. Ἔπειτα τόν
χτύπησαν ἄγρια μέ σιδερόβεργες, ἕως ὅτου ἔχασε τίς αἰσθήσεις του. Κατόπιν,
ἄρχισαν νά τόν κατακόπτουν μέ μαχαίρια, ἔθεσαν πυρωμένο σίδερο στό κεφάλι του
καί τόν περιέπαιξαν μέ κάθε τρόπο. Μάλιστα, πρός καταισχύνην του, τόν
περιέφεραν γυμνό καί αἱμόφυρτο στούς δρόμους τοῦ Σμολυάν. Τότε, ἕνας Τοῦρκος
ἀπό τόν φανατισμένο ὄχλο ἔμπηξε στό στῆθος τοῦ Μάρτυρος ἕνα κοφτερό μαχαίρι καί
οἱ ὑπόλοιποι ἄρχισαν νά τόν λιθοβολοῦν, ὥστε τόν παραμόρφωσαν ἐντελῶς.
Ἔτσι, διά
τοῦ φρικτοῦ αὐτοῦ μαρτυρίου, παρέδωσε ὁ
Ἅγιος τό πνεῦμα του στόν Θεό.
Οἱ
Τοῦρκοι διέταξαν τούς ἀκολούθους τοῦ Ἁγίου νά ἀνοίξουν ἕναν τάφο σέ κῆπο, κοντά
στήν πλατεία τοῦ Σμολυάν, καί νά θάψουν ἐκεῖ τά ἱερά λείψανά του. Ὁ ἅγιος
Ἱερομάρτυς Βησσαρίων, Ἐπίσκοπος τοῦ Σμολυάν, τιμήθηκε ἀμέσως ἀπό τό ποίμνιό του
ὡς νέος Ἅγιος τῆς πίστεώς μας, χωρίς ὅμως ἡ τιμή αὐτή νά ἐξέλθει τῶν τοπικῶν
ὁρίων τῆς περιοχῆς τῆς Ροδόπης καί νά ἀναγραφεῖ ἡ μνήμη του τουλάχιστον στό
Ἁγιολόγιο τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ
Ἐπίσκοπος Λεύκης Παρθένιος τόν συμπεριέλαβε στό ἔργο του «Βίοι τῶν Βουλγάρων Ἁγίων» στά μέσα του αἰῶνος μας, δημοσιεύοντας
ἀποσπάσματα ἀπό τό μοναδικό χειρόγραφο τοῦ μαρτυρίου του, πού φέρει τόν τίτλο
«Ἕνα Ἱστορικό Σημείωμα»καί ἀντίγραφο τοῦ ὁποίου φυλάσσεται σήμερα στήν
Βιβλιοθήκη τῆς Φιλιππουπόλεως.
|