Οἱ Ἅγιοι
Ἱερομάρτυρες καί Μάρτυρες ἄθλησαν, τό 251 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249 –
251 μ.Χ.). Ὅταν ὁ Δέκιος κατέκτησε τήν Βαβυλῶνα, βρῆκε ἐκεῖ πολλούς
χριστιανούς, τούς ὁποίους ἐδίωξε. Συνέλαβε τόν Ἅγιο Πολυχρόνιο, τόν Ἐπίσκοπο
Βαβυλῶνος, τούς τρεῖς ἱερεῖς Παρμένιο, Ἐλινινᾶ καί Χρυσοτέλη καί δύο διακόνους,
τόν Λουκᾶ καί τόν Μώκιο. Ὅταν παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος, ἐκεῖνος
τούς διέταξε νά προσφέρουν θυσία στά εἴδωλα. Ὁ Ἐπίσκοπος Πολυχρόνιος ἀπάντησε
τολμηρά: «Προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας ὡς
θυσία στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί δέν θά λατρέψουμε ποτέ εἴδωλα φτιαγμένα
ἀπό ἀνθρώπινα χέρια». Ὁ ἐξαγριωμένος Δέκιος ἔριξε τούς Ὁμολογητές στήν
φυλακή. Ὅταν τούς ἔφεραν καί πάλι γιά ἀνάκριση, Ὁ Ἅγιος Πολυχρόνιος παρέμεινε
σιωπηλός. Ὁ Δέκιος μέ εἰρωνία εἶπε: «Ὁ
ἡγέτης σας εἶναι ἄφωνος». Τότε ὁ Παρμένιος ἀπάντησε: «Ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος δέν εἶναι χωρίς φωνή, ἀλλά δέν θέλει νά μολύνει τά
καθαρά χείλη του καί νά ρίξει μαργαριτάρια μπροστά στούς χοίρους». Ἔξαλος ὁ
Δέκιος διέταξε νά κόψουν τήν γλῶσσα τοῦ Ἁγίου Παρμενίου. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ
Παρμένιος μίλησε στόν Ἅγιο Πολυχρόνιο λέγοντας: «Προσευχήσου γιά μένα, Πατέρα, γιατί βλέπω τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπάνω σου».
Τότε, μέ
ἐντολή τοῦ βασιλέως, χτύπησαν τόν Ἅγιο Πολυχρόνιο μέ πέτρες καί ἐκεῖνος
παρέδωσε τόν πνεῦμα του. Οἱ διῶκτες ἄφησαν τό τίμιο λείψανο μπροστά ἀπό τόν
εἰδωλολατρικό ναό τοῦ Κρόνου. Δύο Πέρσες πρίγκηπες, ὁ Ἀβδών καί ὁ Σέννεν, πού
ἦταν χριστιανοί, ἦλθαν κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας, παρέλαβαν τό ἱερό λείψανο
καί τό ἐνταφίασαν στά τείχη τῆς πόλεως.
Φεύγοντας
ὁ Δέκιος διέταξε νά πάρουν μαζί τούς τρεῖς πρεσβυτέρους καί τούς δύο διακόνους.
Στήν πόλη Κόρντουλα, πού πῆγε, ζήτησε καί πάλι ἀπό τούς Μάρτυρες νά προσφέρουν
θυσία στά εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος Παρμένιος ἀρνήθηκε. Πιστεύοντας ὁ αὐτοκράτορας ὅτι ὁ
Ἅγιος Παρμένιος ἦταν σέ θέση νά μιλήσει μέ κάποια μαγική δύναμη, ἔδωσε ἐντολή
νά τούς βασανίσουν ἀνηλεῶς καί νά τούς ρίξουν στή φωτιά. Τότε ἀκούσθηκε μιά
φωνή ἀπό τόν οὐρανό: «Ἐλᾶτε σέ μένα οἱ
ταπεινοί στήν καρδιά». Ὁ Δέκιος θεώρησε ὅτι αὐτό ἦταν, ἐπίσης, ἔργο μαγείας
καί διέταξε νά τούς ἀποκεφαλίσουν ὅλους μέ τσεκούρι. Οἱ Πέρσες πρίγκηπες Ἀβδών
καί Σέννεν πῆραν τά ἱερά λείψανα τῶν Μαρτύρων τή νύχτα καί τά ἐνταφίασαν στήν
δική τους πόλη. Αὐτό ἀναφέρθηκε στόν Δέκιο. Οἱ πρίγκηπες συνελήφθησαν καί
ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος διέταξε νά κλεισθοῦν στήν φυλακή.
Τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἄλλοι Πέρσες, ὁ Ὀλύμπιος καί ὁ Μάξιμος, προσήχθησαν ἐνώπιον
του Δεκίου καί κατηγορήθηκαν ὡς Χριστιανοί. Βασανίσθηκαν σκληρά καί
ἀποκεφαλίσθηκαν γιά τήν ὁμολογία πίστεως στόν Χριστό. Γιά πέντε ἡμέρες τά ἱερά
λείψανα ἔμειναν ἄταφα, ἀλλά τήν ἕκτη ἡμέρα οἱ Χριστιανοί τά ἐνταφίασαν κρυφά τή
νύχτα.
Ὁ Δέκιος
ἐπέστρεψε στήν Ρώμη μέ ἁλυσοδεμένους τούς πρίγκηπες Ἀβδών καί Σέννεν. Τούς
προέτρεψε νά προσφέρουν θυσία στούς θεούς καί τούς ὑποσχέθηκε ἐλευθερία καί
τιμές. Οἱ Μάρτυρες ἀπάντησαν: «Ἐμεῖς προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας ὡς θυσία στόν
Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό. Θυσία στούς δικούς σας θεούς νά προσφέρετε ἐσεῖς». Ὁ
Δέκιος τότε ἔριξε τούς Ἁγίους βορά στά ἄγρια θηρία, μέσα στό Κολοσσαῖο, τά
ὁποία ὅμως δέν ἄγγιξαν τούς Μάρτυρες, ἀλλά ἀντίθετα ξάπλωσαν στά πόδια τους.
Τότε τούς χτύπησαν μέ σπαθιά καί ἔτσι τελειώθηκαν μαρτυρικά οἱ δύο Ἅγιοι. Τά
ἱερά λείψανά τους ἔμειναν γιά τρεῖς ἡμέρες μπροστά σέ ἕνα εἴδωλο, γιά νά
τρομάξουν τούς χριστιανούς. Τή νύχτα, ἕνας χριστιανός μέ τό ὄνομα Κυρήνιος πῆρε
τά ἱερά λείψανα τῶν Μαρτύρων καί τά ἐνταφίασε κοντά στήν οἰκία του. Αὐτά
ἀργότερα μετακομίσθηκαν στήν κατακόμβη τοῦ Ποντιανοῦ στήν Via Portuense. Ἐκεῖ μάλιστα κτίσθηκε
ναός πρός τιμήν τους, καθώς καί βαπτιστήριο. Σήμερα τά ἱερά λείψανα φυλάσσονται
στό ναό τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου Campidoglio στήν Ρώμη. Τόν Μεσσαίωνα ἕνα τμήμα τῶν λειψάνων
τους μεταφέρθηκε στήν πόλη τῶν ἀνατολικῶν Πυρηναίων Arles-sur-Tech.
|