Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων γεννήθηκε στὴν Πόρτα Παναγιὰ Τρικάλων τὸ 1490, ἤτοι λίγα χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἂν καὶ οἱ συνθῆκες ἦταν πολὺ δύσκολες, γαλουχήθηκε καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς γονεῖς του μὲ τὰ ἱερὰ νάματα τῆς ἁγίας πίστεώς μας καὶ τὰ ἰδεώδη τοῦ Γένους μας σὲ ἕνα γεμάτο θεοσέβεια οἰκογενειακὸ περιβάλλον.
Ἀπὸ τὴν νεανική του ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴ σύνεσή του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρος του, τὴν ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη του, τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν βαθειὰ πίστη του, τὴν ἀπέραντη ἀγάπη του.
Νεότατος γίνεται μοναχὸς καὶ χειροτονεῖται διαδοχικὰ διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Τὸ 1517 ἐκλέγεται ἐπίσκοπος Ἐλασσῶνος καὶ τὸ 1521 ἀναλαμβάνει τὴν διοίκηση τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών. Τὸ 1527 ἀναβιβάζεται στὸν θρόνο τῆς Μητροπόλεως Λαρίσης καὶ ἀκτινοβολεῖ μὲ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὴν καταπληκτικὴ ἀγαθοεργὸ δράση του, ἐνῶ συγχρόνως ὑπομένει μὲ θαυμαστὴ ἀνεξικακία συκοφαντίες καὶ σκληρὲς δοκιμασίες στὶς ὁποῖες ἔλαμψε «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».
Τὸ περίφημο μοναστήρι τοῦ Δουσίκου, οἱ γέφυρες τοῦ Κοράκου στὸν Ἀχελῶο, τοῦ Πορταϊκοῦ καὶ τῆς Σαρακίνας στὸν Πηνειὸ καὶ πλῆθος ἄλλων κοινωφελῶν ἔργων, ποὺ ἔγιναν μὲ ἀφάνταστες δυσκολίες στὰ ζοφερὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ἀποδεικνύουν τὴν πολλήν του ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀνύστακτο μέριμνά του γιὰ τὸν πονεμένο λαό του. Στὶς 15 Σεπτεμβρίου 1540 παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχήν του εἷς χείρας Θεοῦ, ὑμνούμενος ἀπὸ τότε ὡς Ἅγιος καὶ θαυματουργός. Ἡ εὐωδιάζουσα Τιμία Κάρα Του φυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονή Του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Τῆς Πύλης τὸ βλάστημα τῆς Θεσσαλίας φωστήρ, τῆς Τρίκκης τὸ σέμνωμα καὶ τῶν θαυμάτων πηγὴ ἐδείχθης τρισόλβιε· πάσαν δοκιμασίαν ἐν Χριστῷ ὑπομείνας, δόξη ἠγλαϊσμένος σὺν Ἀγγέλοις ἀγάλλη. Ἅγιε Βησσαρίων πανάριστε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τᾶς ψυχᾶς ἡμῶν.
|