Τὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης ἦταν ἡ πατρίδα του. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Φραντζέσκος καὶ ἡ μητέρα του Αἰκατερίνη.
Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς ὀνομαζόταν Ἰωάννης καὶ ἀνατράφηκε χριστιανικὰ μαζὶ μὲ τὰ τέσσερα ἀδέλφια του. Κατόπιν ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γιὰ 10 χρόνια ἔμενε κοντὰ σ’ ἕναν θεῖο του γιατρό. Ἔπειτα, μαζὶ μ' ἕναν ἄλλο χριστιανό, ἀνέλαβε τὴν διαχείριση τοῦ ἐμπορίου κάποιου Χιώτη.
Κάποτε ὅμως, ὅταν ὁ ἔμπορος αὐτὸς ἐπανῆλθε στὴ Χίο, διαπίστωσε ὅτι ἡ δουλειά του εἶχε ἔλλειμμα 30 γρόσια καὶ γι’ αὐτὸ ἐνοχοποίησε τὸν Ἰωάννη, ποὺ τὸν ἀπειλοῦσε μὲ τιμωρίες. Ὁ Ἰωάννης στὴν ἀπόγνωσή του, ζήτησε τὴν βοήθεια τῆς μητέρας τοῦ Σουλτάνου.
Κατόπιν συναντήθηκε μὲ τὸν Αἰθίοπα Μᾶς Ἀγά, πού, στὴν ἀπελπισία του, τὸν ἔπεισε καὶ ἐξισλαμίστηκε. Λίγο μετὰ τὴν ἀποστασία του, ὁ Ἰωάννης συναισθάνθηκε τὸ μεγάλο του ὀλίσθημα καὶ μὲ πλοῖο ἀναχώρησε στὴν Κριμαία, ὅπου παρέμεινε 10 μῆνες.
Κατόπιν γύρισε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μὲ προτροπὴ τοῦ πνευματικοῦ του πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ἐκεῖ ὑποτάχθηκε στὸν πάπα – Βησσαρίωνα καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰλαρίων.
Ἀργότερα ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ γιὰ τὸ μαρτύριο, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, παρουσιάστηκε στὸν Αἰθίοπα Ἀγὰ καὶ ὁμολόγησε μπροστὰ του τὸν Χριστό. Τότε ὁ Ἀγὰς διέταξε τὸν ἄγριο βασανισμό του καὶ κατόπιν, στὶς 20 Σεπτεμβρίου 1804, τὸν ἀποκεφαλισμό του.
|