Πολὺ γνωστὸ τὸ ὄνομά του στὸ «μυρωμένο νησί». Πολὺ γνωστὸ καὶ τὸ μοναστῆρι του.
Μὰ εἶναι ὑποδειγματικὴ καὶ ὑπέροχη ἡ σύντομη ζωή του. Μιὰ γρήγορη ματιὰ σ’ αὐτὴν θὰ μᾶς τὸ βεβαιώσει.
Ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ., τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ δοξασμένος αὐτοκράτορας Νικηφόρος Β’ ὁ Φωκᾶς (963 – 969) εἶχε ἀπαλλάξει τὴν Κύπρο μας ἀπὸ τὸν ἀπαίσιο ζυγὸ τῶν Ἀράβων καὶ τὴν εἶχε κάμει ἐπαρχία τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Γεννήθηκε στὴν εὔανδρη Λαμπαδιστό, στὸ χωριὸ ποὺ γεννήθηκε καὶ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος καὶ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Μιτσερό, ὅπου ἀποκαλύφθηκαν καὶ τὰ ἐρείπια του.
Ὁ Ἰωάννης γιὰ τὴν οἰκογένειά του ὑπῆρξε δῶρο τῆς γεροντικῆς των ἡλικίας.
Οἱ γονεῖς του Κυριάκος ἱερέας καὶ Ἄννα πρεσβυτέρα ἦταν ἄνθρωποι πολὺ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι.
Ὁ Ἰωάννης ἦταν τὸ μονάκριβο παιδί τους. Καὶ αὐτὸ τὸ ἀπέκτησαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς καὶ ἐγκάρδιες πρὸς τὸν Κύριο προσευχές. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ καὶ ἀπὸ μικρὸ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὸ γάλα τῆς αὐστηρῆς χριστιανικῆς πίστεως. Στὴν μελέτη καὶ τὴν ἐκμάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων ὁ Ἰωάννης ξεπερνοῦσε ὅλους τοὺς συνομηλίκους του. Ὅλοι θαύμαζαν τὴν ἐξυπνάδα, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλομάθειά του.
Ἡ παιδικὴ καὶ ἡ ἐφηβικὴ ἡλικία τοῦ Λαμπαδιστῆ ἦταν μία ζωὴ ἀληθινὰ πρότυπη. Ὁ Ἰωάννης νέος, ὡραῖος, ψηλός, μὲ μάτια γαλανὰ σὰν τὸν οὐρανὸ δὲν μάθαινε μόνο τὰ ἱερὰ γράμματα. Τὰ ζοῦσε.
Ἡ ζωὴ του συγκρατημένη καὶ αὐτοκυριαρχούμενη εἶχε σὰν ὁδηγὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο λὲς κι ἀγαποῦσε νὰ μένει καὶ νὰ ἐπαναπαύεται στὴν ἁγνὴ ψυχή του. Δίκαια, λοιπόν, ὁ ἅγιος Θεὸς τὸν δόξασε ἀπὸ τούτη τὴν ἡλικία.
Κάποια ἡμέρα ποὺ ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἔκοψε ἕνα τσαμπὶ ὥριμο σταφύλι καὶ τὸ ἔφερε στὸ σπίτι πρὶν ἀπὸ τὶς 6 Αὐγούστου — ποὺ οἱ χριστιανοὶ συνήθιζαν νὰ παίρνουν σταφύλια στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ διαβάζονται καὶ ὕστερα νὰ τὰ τρῶνε –, τιμωρήθηκε ἀπὸ τὸν εὐλαβὴ καὶ τυπικὸ ἱερέα πατέρα του μὲ μιὰ αὐστηρὴ παρατήρηση κι ἕνα ράπισμα. Ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔκοψε τὸ σταφύλι ὄχι γιὰ νὰ τὸ φάει, ἄλλα γιὰ νὰ δείξει στὸν πατέρα τὴν θεϊκὴ εὐλογία μὲ τὴν ἄφθονη καρποφορία, δέχτηκε τὴν τιμωρία ἀδιαμαρτύρητα. Ὕστερα ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά καὶ μὲ δάκρυα, πῆγε καὶ ἔβαλε τὸ τσαμπὶ στὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὸ ἔκοψε. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ τσαμπὶ κόλλησε στὴν κληματόβεργα, σὰν νὰ μὴ κόπηκε ποτέ. Ἔτσι τιμᾷ ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν σέβονται καὶ τὸν ἀγαποῦν.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔγινε 18 χρόνων, οἱ γονεῖς του, ποὺ δὲν κατάλαβαν ἀκόμη τοὺς ἀνώτερους καὶ εὐγενέστερους ἐσωτερικοὺς πόθους τοῦ παιδιοῦ τους, τὸν πίεσαν νὰ μνηστευθεῖ μία πλούσια κόρη. Ἡ ἐπιθυμία τους νὰ δοῦν τὸ οἰκογενειακό τους δένδρο νὰ συνεχίζεται τοὺς ἔκαμε νὰ λησμονήσουν τὸ τάμα τους. Τὸ τάμα ποὺ ἔκαμαν, ν’ ἀφιερώσουν τὸ παιδί τους στὸν Θεό. Ἡ ἀπαίτηση τῶν γονιῶν νὰ τὸν μνηστεύσουν, μὰ καὶ ὁ ἁγνὸς πόθος τοῦ νέου νὰ ἀσκητέψει καὶ νὰ ζήσει μία ζωὴ τέλειας ἀφιέρωσης δημιούργησαν στὴν ψυχὴ του μιὰ σύγκρουση. Κουρασμένος καὶ στενοχωρημένος ὁ νέος ἀπὸ τὴν πάλη ποὺ διεξαγόταν στὴν καρδιὰ του κατέφυγε στὴν προσευχή. Γονάτισε καὶ μὲ πόνο ψυχὴς ζήτησε τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ξαφνικά, τὴν στιγμὴ ποὺ γονατιστὸς παρακαλοῦσε νὰ τοῦ φανερώσει ὁ Θεὸς τὸ θέλημά του, ἄκουσε μία φωνὴ μέσα του νὰ τοῦ λέει:
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἐστί μου ἄξιος». (Ματθ. γ’ 37 – 38). Δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν γιό του ἢ τὴν κόρη του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, καὶ αὐτὸς πάλι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Μὰ καὶ ὅποιος δὲν παίρνει σταθερὴ τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ κάθε ταλαιπωρία καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν σταυρικὸ θάνατο γιὰ τὴν πίστη του σὲ μένα καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ σὰν ἀρχηγὸ καὶ ὑπόδειγμά του, κι αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μένα.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια τῆς φωνῆς ὁ Ἰωάννης σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὴν κόρη. Μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀγάπη τῆς φανέρωσε τὸν πόθο του. Τὸν πόθο νὰ ζήσει παρθενικὴ ζωή. Ἀφοῦ τῆς ἀνακοίνωσε τὴν ἐπιθυμία του, πρότεινε τὸ ἴδιο καὶ σ’ αὐτήν. Ἡ κόρη ὅμως δὲν δέχθηκε καὶ ἔτσι ἡ μνηστεία διαλύθηκε.
Οἱ γονεῖς τῆς κόρης, ποὺ θεώρησαν τὸ πρᾶγμα προσβολή, θέλησαν νὰ ἐκδικηθοῦν. Μιὰ σατανοκίνητη ψυχή, ἕνας μάγος, προσφέρθηκε νὰ τοὺς βοηθήσει. Χωρὶς νὰ φανερώσουν τὶς διαθέσεις τους καὶ προσποιούμενοι τοὺς φίλους κάλεσαν τὸν Ἰωάννη σὲ γεῦμα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Στὸ φαγητό, ποὺ παρέθεσαν στὸν νέο, ἔβαλαν κάποιο δηλητήριο.
Στὰ μεταλλεῖα τῆς περιοχῆς εἶναι γνωστὸ τὸ δηλητήριο τοῦτο καὶ σήμερα. Ὅταν φάγει κανεὶς λίγο ἀπ’ τὸ φαΐ, ποὺ παρασκευάζεται μὲ τὸ εἶδος αὐτό, χάνει τὸ φῶς του. Ἂν φάγει περισσότερο, πεθαίνει.
Ὁ Ἰωάννης, νέος, ἐγκρατής, ἔφαγε μόνο λίγο ἀπὸ τὸ φαγητὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τυφλωθεῖ. Τὰ γαλανά του μάτια μέσα στὰ ὁποῖα καθρεφτιζόταν ἡ καλοσύνη καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς ἁγνῆς καρδιᾶς του, σκοτείνιασαν γιὰ πάντα. Ἔχασαν τὸ γλυκὺ καὶ ζωογόνο φῶς.
Ὁ Ἰωάννης μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἀληθινὰ χριστιανικὴ δέχθηκε τὴ δοκιμασία. Γνωρίζει ὁ θεοφώτιστος νέος πὼς «χριστιανὸς χωρὶς τὴ φωτιὰ τῆς καρδιᾶς, εἶναι φανάρι χωρὶς φῶς, κορμὶ χωρὶς ψυχή. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἄνθρωπου δὲν καθαρίζεται, ἂν δὲν πονέσει κι ἂν δὲν κλάψει. Σὲ καρδιὰ ποὺ δὲν πόνεσε, δὲν μπαίνει ὁ Χριστός». Τὰ γνωρίζει αὐτὰ καὶ ὑπομένει. Καὶ προσεύχεται. Κι εἰρηνικὰ σηκώνει τὸν σταυρὸ τῆς δοκιμασίας καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεό.
Πέρασαν ἀκόμη μερικὲς μέρες. Ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης συγχώρησε καὶ πάλι ὅλους ὅσους τὸν ἔβλαψαν, πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς τὸ ὄνομα Ἰωάννης, καὶ ἔφυγαν γιὰ τὴ Μαραθάσα. Ἐκεῖ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Καλοπαναγιώτη καὶ στὸ μέρος ὅπου οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος εἶχαν βαπτίσει κατὰ μία παράδοση τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ἦταν ἡ Μονὴ τοῦ ἁγίου Ἠρακλειδίου. Σ’ αὐτὴν ἔφτιαξε ὁ Ἰωάννης τὸ ἀσκητήριό του. Τέσσερα χρόνια ἔζησε στὸ μέρος αὐτὸ προσευχόμενος καὶ διδάσκοντας τόσο μὲ τὰ λόγια, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ. Πολλὰ θαύματα ἔκαμε, ὅταν ἦταν ἀκόμη στὴν ζωή. Ἕνα εἶναι καὶ τοῦτο:
Μιὰ μέρα ὁ πολυδοκιμασμένος νέος πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη καὶ βγῆκε μαζί του περίπατο. Στὸ μέρος ὅπου ἔφτασαν δὲν εἶχε νερὸ καὶ ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη. Ὁ ὑπηρέτης, ποὺ καιόταν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν δίψα, ἔτρεξε πάνω – κάτω ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρῆκε νερό. Ἀπογοητευμένος κάθησε κάπου ζαλισμένος καὶ μισολιπόθυμος. Ὁ Ἱερὸς Λαμπαδιστὴς στὸν ὁποῖο ὁ ὑπηρέτης φανέρωσε τὴν κατάστασή του σηκώθηκε καὶ γονάτισε. Σήκωσε τὰ μάτια, σταύρωσε τὰ χέρια καὶ μὲ θέρμη ἀπήγγειλε μία προσευχή. Ὕστερα ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ κτύπησε τὸν διπλανὸ βράχο. Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος στοὺς αἰῶνες. Τὸ θαῦμα τοῦ Μωϋσῆ στὴν ἔρημο ἐπαναλήφθηκε. Ὁ βράχος ἄνοιξε καὶ ἐδῶ. Καὶ μία δροσερὴ πηγὴ κρυστάλλινου νεροῦ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν βράχο. Ὁ πιστὸς ὑπηρέτης σώθηκε. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χιλιάδες διψασμένοι ξεδίψασαν ἔκτοτε ἀπὸ τὸ γάργαρο νερό της, ποὺ στέκει ὡς τὰ σήμερα καὶ εἶναι γνωστὸ σὰν ἁγίασμα τοῦ Λαμπαδιστῆ. Στέκει καὶ διαλαλεῖ καὶ θὰ διαλαλεῖ στοὺς αἰῶνες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν πίστη ἐπικαλοῦνται τὴν Χάρη του.
Τρεῖς μέρες προτοῦ νὰ πεθάνει ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἀνέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του. Καὶ εἶδε τότε τρεῖς ἀετοὺς χρυσόπτερους νὰ πετᾶνε γύρω του. Ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπὸ τὴ μορφὴ τῶν τριῶν ἀετῶν ποὺ τὸν καλοῦσε κοντά του. Καὶ πραγματικά! Στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη ἡ ἁγία ψυχή του πέταξε στὸν οὐρανό. Ἄφησε τὸν κόσμο τοῦτο σὲ ἡλικία 22 χρόνων. Οἱ γονεῖς του μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς τῆς μονῆς ἔθαψαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Κι ἔκτισαν ἐδῶ ἄλλο ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ τους – τέλη τοῦ 10ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα – ποὺ περιέκλεισε τὸν τάφο μὲ τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Λαμπαδιστῆ.
Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὁ Ἅγιος ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Πρὸ παντὸς θεραπεῖες δαιμονιζομένων. Ὁ χρονικογράφος τῆς Κύπρου Λεόντιος Μαχαιρᾶς γράφει γι’ αὐτὸν στὸ χρονικό του: «Καὶ ὁ Μέγας Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς εἰς τὴν Μαραθάσαν ὅπου διώχνει τὰ δαιμόνια». Ἡ θαυματουργικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται πλούσια καὶ σήμερα, σὲ ὅσους μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια ζητοῦν τὴν χάρη του. Θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ ἀκόμη ἕνα θαῦμα. Τὸ διηγεῖται ἕνας πολὺ ἀξιόπιστος κάτοικος ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο.
Βρισκόταν τότε στὸν Καλοπαναγιώτη τὸ 1950. Πῆγε ἐκεῖ γιὰ λουτροθεραπεία. Μιὰ μικρὴ πληγὴ ποὺ εἶχε στὸ κορμί του μεγάλωνε μέρα μὲ τὴ μέρα. Πυορροοῦσε συνέχεια καὶ δὲν φαινόταν πουθενὰ ἐλπίδα νὰ κλείσει καὶ νὰ θεραπευτεῖ. Οἱ γιατροὶ πηγαινοερχόντουσαν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὁ ἰδιαίτερος γιατρός του βέβαιος γιὰ τὸ σύντομο τέλος τοῦ πελάτη του, κάλεσε καὶ ἰατροσυμβούλιο, γιὰ νὰ κατοχυρώσει τὴν θεραπεία ποὺ ἔκαμνε. Μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ καὶ πλατιὰ συζήτηση συμφώνησαν ὅλοι στὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή, μὰ καὶ στὸν κίνδυνο, τὸν μεγάλο κίνδυνο τὸν ὁποῖο περνοῦσε. Ὅταν τὸ ἰατρικὸ συνέδριο τέλειωσε, κοινὴ ἦταν ἡ διαπίστωση ὅλων, πὼς τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας δὲν θὰ ἔβρισκαν τὸν ἄρρωστο ζωντανό. Ἂν καὶ οἱ γιατροὶ τίποτα δὲν ἀποκάλυψαν σ’ αὐτόν, ὁ ἄρρωστος κατάλαβε ὅτι ἡ θέση του δὲν ἦταν καλή. Γιὰ μία στιγμὴ τὸ θάρρος του κλονίστηκε. Ἡ πίστη του ὅμως στὸν Θεὸ ἔμεινε σταθερή. Ἔκλεισε μὲ πόνο τὰ σωματικὰ του μάτια καὶ μὲ ψυχὴ «συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην», μουρμούρισε:
— Ἅγιέ μου Ἰωάννη, λυπήσου με. Λυπήσου τὴν οἰκογένειά μου καὶ κάνε
μὲ καλά. Δῶσε μου τὴν ὑγεία μου καὶ νὰ κάνω τὴν γιορτή σου, ὅσο ζῶ.
Τὴν προσευχὴ του – κραυγὴ – ἐπανέλαβε ἀρκετὲς φορές. Ξαφνικὰ ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν, ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, γέμισε τὸ δωμάτιό του καὶ μία μορφὴ ὑπέροχη, ἀγγελική, τοῦ Λαμπαδιστῆ, ἡ γλυκιὰ καὶ οὐράνια μορφή, στάθηκε δίπλα στὸ κρεβάτι του.
— Μὴ φοβᾶσαι, καλέ μου ἄνθρωπε. Πίστευε μόνο στὸν Θεό. Οἱ γιατροί σου βέβαια γνωμάτευσαν πὼς θὰ πεθάνεις. Ὄχι ὅμως καὶ ὁ Θεός.
Κι ἀγγίζοντας μὲ τὸ ἅγιο χέρι του τὴν πληγὴ πρόσθεσε:
- Νά! Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀγιάτρευτη πληγή σου θεραπεύεται.
Ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἔμεινε ἀκίνητος γιὰ λίγα λεπτά. Ἦταν καταϊδρωμένος. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ ἔνοιωθε ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ στρῶμα καὶ κάθισε. Μὲ τὸ τρεμάμενο χέρι ἀφήρεσε τοὺς ἐπιδέσμους. Ἡ πληγὴ εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Θεραπεύτηκε. Ὁ ἄρρωστος πετάχτηκε κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα. Γονάτισε. Καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ξέχειλη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη δόξασε τὸν Θεὸ καὶ εὐχαρίστησε τὸν γιατρό του, τὸν ἱερὸ Λαμπαδιστή.
Τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ γινόντουσαν στὸ μέρος αὐτό, ἀποκατέστησαν μὲ τὸν καιρὸ τὴν δόξα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὴ σὰν μονὴ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Λαμπαδιστῆ.
Καρπὸς πίστεως καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴδαμε ὑπῆρξε ὁ Ὅσιος γιὰ τοὺς γονεῖς του. Γεννήθηκε κι ἀνατράφηκε σ’ ἕνα περιβάλλον ἀληθινῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Μὰ καὶ διακρίθηκε σὲ ὁσιότητα βίου καὶ ἀρετή. Ἡ οἰκογένεια ἔγινε γι’ αὐτὸν ἐργαστήριο ἁγιότητος. Στὴν οἰκογένειά μας ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς ὅτι εἴμαστε. Στ’ ἀλήθεια! Μεγάλο δίκαιο εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης νὰ γράφει: «Ἀπὸ τῆς ἑστίας ἡ χάρις. Ἐνταύθα τὸ τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον». Εὐτυχισμένοι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται καὶ φροντίζουν νὰ γίνει ἡ οἰκογένειά τους «τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Λαμπάδος τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα καὶ θαυματουργὸς ὄντως ὤφθης, Ἰωάννη Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε. Νηστεία κατατήξας τῆς σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς· ὅθεν χάριν ἰαμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω, θεόπνευστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
|