Γεννήθηκε στὴν Κίο τῆς Βιθυνίας καὶ ὀνομαζόταν Μανουήλ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πέτρος καὶ ἡ μητέρα του Ἀνθοῦσα. Σὲ μικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν σὲ κάποιο εὐσεβὴ ράφτη, γιὰ νὰ μάθει κοντὰ του τὴν τέχνη. Ἀπροσδόκητα ὁ πατέρας του ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν Προῦσα.
Ὅταν κάποτε ὁ Μανουὴλ πῆγε καὶ αὐτὸς στὴν Προῦσα, συνελήφθη ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸν κριτὴ μὲ τὴν ψευδὴ κατηγορία, ὅτι δῆθεν ὁ Μανουὴλ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Μανουήλ, οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν ἔδειραν, τοῦ ἔκαναν περιτομὴ μὲ τὴ βία. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ Μανουὴλ κατάφερε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακάριος.
Ὕστερα ἀπὸ 12 χρόνια παραμονῆς του στὸ Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τὴν εὐλογία νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστη. Ἔτσι μέσῳ Κωνσταντινουπόλεως ἔφτασε στὴν Προῦσα, ὅπου τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ κριτήριο.
Ἀπολογούμενος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἤλεγξε τὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία λέγοντας: «Τὸ νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὴν πίστη μου τὴν ἀληθινὴ καὶ νὰ πιστέψω τὴν δική σας ψεύτικη δὲν τὸ κάμνω ποτέ, διότι δὲν θὰ ἀφήσω τὸ φῶς γιὰ νὰ ἔλθω στὸ σκοτάδι».
Τότε ὁ Ἅγιος βασανίστηκε φρικτά. Τελικὰ ἀφοῦ τὸν λιθοβόλησαν ἄγρια, τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1590.
Ἀργότερα ἡ κάρα του μεταφέρθηκε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
|