Περίφημος λόγιος κληρικὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς ἡσυχαστικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Καταγόταν ἀπὸ ἀξιόλογη οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης, ἀσπάστηκε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ χρημάτισε ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων.
Ὑπέγραψε τὸν Ἁγιορείτικο Τόμο γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἡσυχαστικῆς ἄσκησης (1339) καὶ ἔγραψε δύο σημαντικοὺς θεολογικοὺς λόγους ἐναντίον τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου.
Τὸ 1347 ἐξελέγη μητροπολίτης Ἡράκλειας τῆς Θρᾴκης καὶ ἔλαβε μέρος στὴν μεγάλη σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1351), ἡ ὁποία διακήρυξε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ μὲ τὸν περίφημο «Τόμο».
Μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α’ ἐξελέγη πατριάρχης (1353), ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Καλλίστου, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο (1354), στὸν ὁποῖο ἐπανῆλθε τὸ 1364. Κατὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία του ὑποστήριξε τὴν θεολογία τῶν ἡσυχαστῶν καὶ ἀποδοκίμασε τὴν προσπάθεια τῶν ἀδελφῶν Δημητρίου καὶ Προχόρου Κυδώνη νὰ εἰσαγάγουν στὸ Βυζάντιο τὴν σχολαστικὴ θεολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη.
Στὴν σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1368) ἀφορίστηκε ὁ Πρόχορος Κυδώνης καὶ ἀνανεώθηκε τὸ κῦρος τοῦ Τόμου τῆς συνόδου τοῦ 1351. Ἄσκησε μὲ μεγάλη σύνεση τὰ πατριαρχικά του καθήκοντα καὶ ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας, Σερβίας, Βλαχίας, Βουλγαρίας κ.ἄ., στὶς ὁποῖες διαδόθηκε ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία καὶ πνευματικότητα.
Στὶς σχέσεις του μὲ τὸν παπικὸ θρόνο ὑποστήριξε τὴν ἀνάγκη σύγκλησης Οἰκουμενικῆς συνόδου γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν διαφορῶν. Ἔγραψε θεολογικὲς πραγματεῖες καὶ λόγους γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὅπως ἐπίσης βίους καὶ ἀκολουθίες ἁγίων.
|